Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Χριστοδουλος Παμπλέκης Ο Έλληνας διαφωτιστής από την Μπαμπίνη Ξηρομέρου

Χριστόδουλος Παμπλέκης ή Χριστόδουλος Ευσταθίου

(Μπαμπίνη Αιτωλοακαρνανίας, 1733 – Λειψία, 1793).
Έλληνας διαφωτιστής του 18ου αιώνα, που αφορίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία.


ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Υιός του κλέφτη της περιοχής Ολύμπου Στάθη Παμπλέκη, γεννήθηκε το 1733 στο χωριό Μπαμπίνη του Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας, έμεινε νωρίς ορφανός από μητέρα και από επιπλοκή ευλογιάς έχασε το αριστερό του μάτι. Σε ηλικία 7 ετών ακολούθησε στο βουνό (πίσω στον Όλυμπο) τον πατέρα του, μετά από ένα αιματηρό επεισόδιο με Τούρκους και λίγο αργότερα έμεινε ολομόναχος, όταν ο Στάθης Παμπλέκης πιάστηκε και γδάρθηκε ζωντανός.

Τα υπόλοιπα παιδικά του χρόνια στα πέρασε στο Λιτόχωρο, στο σπίτι ενός άρχοντα, του Καλλία, ο οποίος τον αγόρασε ως δούλο από τους Τούρκους, ωστόσο φρόντισε για την μόρφωσή του, αρχικά στο σχολείο του Λιτοχώρου, μετά της Ραψάνης και εν συνεχεία, από την άνοιξη του 1753, στην Αθωνιάδα Ακαδημία. Στον Άθω, τον έντυσαν καλόγερο και σπούδασε υπό τον διευθυντή της Αθωνιάδος Ευγένιο Βούλγαρη, έναν καλόγερο που έχει υπερπροβληθεί από το σύγχρονο ρωμέϊκο κατεστημένο, δήθεν ως… «διαφωτιστής» επειδή τον κυνήγησαν κάποιοι υπερσκοταδιστές «ησυχαστές», εγκατέλειψε όμως και τον Άθω και το σχήμα στα 25 χρόνια του (γύρω στον Ιανουάριο του 1759) και κατέφυγε στην Βενετία.

ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ

Στην Βενετία μετέφρασε το 1781 υπό τον μακροσκελή τίτλο «Η Αληθής Πολιτική προς στολισμόν των ευγενών ανδρών, διδάσκουσα ου μόνον αποφεύγειν τα ελαττώματα, αλλά μην και ως οίον τε και την αρετήν ασπάζεσθαι», το βιβλίο του François de Callières (1645 - 1717)  «La veritable politique dew personnes de qualite», που είχε εκδοθεί μετά τον θάνατό του στο Παρίσι το 1722. Στην ελληνική έκδοση του 1781, ο Παμπλέκης πρόσθεσε ένα «Προοίμιον» και εκτενέστατες δικές του σημειώσεις. 
  
Το 1784 έφυγε για την Βιέννη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στις θετικές επιστήμες και την Φιλοσοφία, κερδίζοντας τα προς το ζην με παραδόσεις μαθημάτων κατ’ οίκον στα παιδιά των Ελλήνων της πόλης. Το 1786, έχοντας ήδη έλθει σε πολύ καλή επαφή με τις ιδέες του ευρωπαϊκού «Διαφωτισμού», του Σπινόζα, του Ρουσσώ και των Γάλλων «Εγκυκλοπαιδιστών», εξέδωσε την συλλογή κειμένων «Περί Φιλοσόφου, Φιλοσοφίας, Φυσικών, Μεταφυσικών, Πνευματικών και Θείων Αρχών», που αποτελούσε μετάφραση επιλεγμένων λημμάτων της γαλλικής «Encyclopedie».ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ο αντι-δεισιδαιμονικός ντεϊσμός και ορθολογισμός που εξέφραζε η όλη συλλογή του, τον έκανε, αμέσως σχεδόν μετά την έκδοση, στόχο της σκοταδιστικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των εν Βιέννη φερεφώνων της, όπως λ.χ. του ιεροκήρυκα Δωροθέου Βουλισμά. Ο ίδιος ο Βούλγαρης καταδίκασε το 1791 το βιβλίο του μαθητή του, ως «συμπίλημα αποτρόπαιων και δυστήνων βιβλιαρίων», ενώ επίθεση εναντίον του εξαπέλυσε και ο «λόγιος» των θεοκρατών Ιωάννης Τατζίκαρης, σε ξυλογραφία δε η οποία σώζεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ο ορθόδοξος καλλιτέχνης απεικονίζει έναν ιπτάμενο διάβολο να απευθύνεται στον Παμπλέκη με τα γελοία λόγια: «συνέλαβες πόνον και έτεκες ανομίαν».

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΛΕΙΨΙΑ

Πιεζόμενος εντονότατα από τους ορθόδοξους θεοκράτες, υποχρεώθηκε τελικά να φύγει από την Βιέννη. Εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Πέστη και, μετά από λίγο οριστικά στην Λειψία της Σαξονίας, όπου άρχισε να διδάσκει σε ένα μικρό κύκλο ενήλικων μαθητών του και συνέχισε να μελετά και να συγγράφει φιλοσοφικά έργα.

ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΣ

Ο Παμπλέκης πέθανε σε νοσοκομείο της Λειψίας τον Αύγουστο του 1793 και ετάφη, κατά την μαρτυρία του Σάθα, «υπο μυστηριωδών εταίρων». Λίγους μήνες πριν, στις αρχές του 1793, κάποιος ανώνυμος, είτε ρασοφόρος (φημολογείται ο Πλαταμώνος Διονύσιος) ή κοσμικός λακές των θεοκρατών, συνέγραψε εναντίον του και κυκλοφόρησε στην Τεργέστη έναν υβριστικό λίβελλο υπό μορφή παρωδίας εκκλησιαστικής ακολουθίας, με τίτλο «Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντιχρίστου Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας». Στο αισχρογράφημα, το οποίο καθύβριζε τον Παμπλέκη ως «Χοιρόδουλο», «αχρειέστατον κτήνος του διαβόλου», «τετυφλωμένον», «όνειδος του χριστιανικού πληρώματος», «αίσχος της αμωμήτου πίστεως», «άθεον Γκραβαρίτην», «σαπρόν Βολτερόφρονα», κ.ά., είχε απαντήσει ο ίδιος, δίχως όμως να προλάβει να εκδώσει το κείμενό του «Περί Θεοκρατίας» (πλήρης τίτλος «Απάντησις Ανωνύμου προς τους άφρονας αυτού κατηγόρους επονομασθείσα περί θεοκρατίας, ότι άπας ο λόγος περί τούτων στρέφει»). Αυτό το έπραξαν οι μαθητές και «εταίροι» του, δύο εβδομάδες μετά τον θάνατο του διδασκάλου τους. Το «Περί Θεοκρατίας», είναι ένα γενναίο κείμενο, που δεν περιορίζεται σε έναν δειλό αντικληρικαλισμό, αλλά απορρίπτει και αυτά τα ίδια τα θεμέλια του Χριστιανισμού (αγίους, αγγέλους, διάβολο, εικόνες, μοναχισμό, κ.λπ.): ««τούτους και τους αγγέλους και τους διαβόλους εγώ δεν έχω χρέος να τους πιστεύω, αλλά μόνον μίαν και άπειρον και αναγκαίαν ουσίαν».

Τρομοκρατημένη η Εκκλησία, προσπάθησε να αποκόψει τους Νεοέλληνες από την ανάγνωση του κειμένου, προχωρώντας σε επίσημο αφορισμό του από τον ίδιο τον πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ, με ημερομηνία 12 Νοεμβρίου 1793: «Ούτος ο παμμίαρος όλην εκπιών την κύλικα των αιρέσεων… πολύμορφον θηρίον γενόμενος ή πολυσύνθετον τέρας… την άπειρον ουσίαν αρχήν του παντός εδανείσθη από τον παλαιόν Αναξίμανδρον τον Μιλήσιον και από τον νεώτερον Σπινόζαν… τα θολερά και δυσώδη αυτών εκροφήσαντος νάματα…». Μαζί με το βιβλίο, αφοριζόταν ο πεθαμένος συγγραφέας του (ως οπαδός του Σπινόζα, «ανδραποδέστατος δούλος του Αντιχρίστου», και άλλα τέτοια) και όλοι οι πιθανοί αναγνώστες του, ενώ παυόταν ο εν Λειψία παπάς που είχε ψάλλει την νεκρώσιμη ακολουθία στον Παμπλέκη: «Τω αναξίω του ονόματος Χριστοδούλω, και αξίω του Αντιχρίστου δούλω, τω μη ομολογούντι Τριάδα ομοούσιον, μίαν Θεότητα εν τρισί προσκυνουμένην Υποστάσεσιν, Ανάθεμα έστω… Τω τετυφλωμένω την ψυχήν Κύκλωπι Χριστοδούλω, τω μη ομολογούντι Υιόν Θεού... Ανάθεμα έστω... Είτις ακούει ή αναγιγνώσκει αναθεματιζόμενον τον ασεβέστατον τούτον, και ου αναθεματίζει, Ανάθεμα έστω. Είτις του καταπτύστου αυτού βιβλιδαρίου αντιποιείται, και ομοφρονεί τω Πατρί αυτού τετυφλωμένω Χριστοδούλω, Ανάθεμα έστω. Ο κατά την Εκκλησιαστικήν ακολουθίαν και τάξιν δεξάμενος Εφημέριος τον μιαρόν αυτόν μετά το αποχρέμψασθαι την μιαράν αυτού ψυχήν εν τω ευκτηρίω οίκω των εκκλησιαζομένων Ορθοδόξων, έστω υπό το επιτίμιον της απραξίας πάσης Ιεροπραξίας... Ος τις των χριστιανών μικρός ή μέγας, ανήρ ή γυνή, Ιερωμένος ή λαϊκός έχει ή αγοράζει, ή δωρεάν λαμβάνει το άνωθεν εξωβελισθέν βιβλιδάριον μετά της προσκεκολλημένης αυτώ φυλλάδας, και αναγιγνώσκει αυτό, ή μεταδίδωσι, και ου κατακαίει, ο τοιούτος αφωρισμένος είη παρά πάσης της των Ορθοδόξων Εκκλησίας και ομηγύρεως της από περάτων έως περάτων της Οικουμένης...»

Το βιβλίο όμως επέζησε, αδημοσίευτο στην Ελλάδα για περισσότερο από δύο αιώνες, και εκδόθηκε τελικά μόλις τον Νοέμβριο του 2013 από τις εκδόσεις «Κουλτούρα». Οι μαθητές του και κάποιοι «μυστηριώδεις εταίροι» όπως γράφει ο Σάθας, τού ανήγειραν μνημείο σε ένα πάρκο της Λειψίας με την επιγραφή: «Ενταύθα κείται ο φιλοσοφική σπουδή και τη των όντων θεωρία τον εαυτού βίον αφοσιώσας λογιώτατος Χριστόδουλος Ευσταθίου ο εξ Ακαρνανίας». Στην απέναντι όχθη, ο ανερχόμενος τότε (μόλις 20χρονος) λακές των θεοκρατών «λόγιος» Δημήτριος Γοβδελάς (1780 – 1831), θυμήθηκε 7 ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατο του διαφωτιστή, το έτος 1800, να εκδώσει εναντίον του, από την Βούδα και… «Δαπάνη Φιλοχρίστων», έναν ακόμα λίβελλο («…διο και της Εκκλησίας αποκηρυχθείς ενδίκως καθυπεβλήθη τω Αναθέματι, παραδοθείς τω Σατανά…») με τίτλο «Ο Εξωστρακισμός του ασεβούς Χριστοδούλου του Μονοφθάλμου του εξ Ακαρνανίας : ήτοι το κατά της ασεβείας αυτού εξενεχθέν, και εν πάσαις ταις των Ορθοδόξων Εκκλησίαις αναγνωσθέν Φρικτόν Συνοδικόν».Στο βιβλίο αυτό του Γοβδελά, δημοσιεύθηκε αυτούσιο το κείμενο του αφορισμού, ένα σημείο του οποίου αποτελεί όχι μόνον αμεσότατη ομολογία των θεοκρατών ότι ασκήθηκε βία στους Έλληνες για να εγκαταλείψουν την Εθνική Θρησκεία τους, αλλά και ντοκουμέντο ογκώδους άγνοιας αυτών των καθυστερημένων μονοθεϊστών για την φύση της τελευταίας: «…τους νηπίους εκείνους παλαιούς (σημ. τους Έλληνες σοφούς) κατ΄αυτόν τον νήπιον, και με αυτών τας δόξας ως υπό προσωπείον και μορμολύκιον νεωτέρων σοφών να κομπάζη και εναμβρύνεται. Και επί πάσι το προσωπείον εκείνο οπού δεν έσχιζον ούτως ευκόλως οι παλαιοί εκείνοι ειδωλολάτραι δια να θεοποιούν άλλα από εκείνα οπού παρέλαβον αλληλοδιαδόχως τα πάτρια ούτε με ποινάς, ούτε με απειλάς και φόβους, καν γελοιότατα ήσαν τα θεοποιούμενα υπ' αυτών, ως φερ' ειπείν οι Τρωαδίται εθεοποίουν την Αδράστειαν και τον Έκτορα, οι Λακεδαιμόνιοι τον Αγαμέμνονα, οι Αθηναίοι τον Ποσειδώνα, και οι Αιγύπτιοι τους Αιλούρους και Κροκοδείλους και όφεις και Ασπίδας και κύνας, ως θεούς ενόμιζον και εσέβοντο. Αυτός ο πάντων αναιδέστατος έσχισε χωρίς τινα δυσκολίαν αυτό τούτο το προσωπείον, και χωρίς καμμίαν ποινήν, ή φόβον, ή απειλήν αρνησάμενος τα παρά πάντων των ορθοδόξων μέχρις αίματος φυλαττόμενα πατροπαράδοτα ημών δόγματα...»





Από  Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2013

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Νίκος Τσιφόρος.......

Λες έχω αμπέλια και χωράφια και σπίτια και γης. Κανένας άνθρωπος δεν έχει γη. Η γης έχει εμάς και σπάει κέφι μαζί μας, άσε που την ενοχλάμε κάθε λίγο σαν κοτόψειρες.

Δύναμη; Μπούρδες. Ίδρωσες να κάνεις μια πολυκατοικία 46 διαμερίσματα και πλακώνει ένας σεισμός και στην κάνει λιάδα.

Πήρες παρασήματα και χειροκροτήματα και ζήτω και έρχεται αδερφάκι μου ένα τόσο δα μικρόβιο από συνάχι και σε κάνει μια πτωματάρα χωρίς να το καταλάβεις.

Έβαλες παρά στην μπάντα και διέταξες κόσμο... κάντε έτσι ρε μερμήγκια ασήμαντα, και σε πιάνει ένα κόψιμο και είσαι ρεζίλης στην λεκάνη του καμπινέ.

Κάνεις το δυνατό κι έτσι και πιάσει μια παγωνιά τρέμεις σαν παλιόσκυλο και από την άλλη μεριά, μια μολόχα, ένα χορταράκι ασήμαντο, κάθεται όλη νύχτα και τρώει τους αέρηδες και το χιονιά και το πρωί είναι φρέσκο και δεν τούγινε τίποτα.

Πούν’ η δύναμή σου ρε φιόγκο κάτου από τούτο εδώ το Σύμπαν που μας πλακώνει με το βάρος του; Πούναι τα μεγαλεία σου και το τουπέ σου;

 Μια ανάποδη να πάρουνε τα πράματα, στα λεφτά, στα πολιτικά, στην υγεία, στα όλα που την βασίζεις, πας, ξεγράφτηκες και μήτε που θέλουνε να σε θυμούνται οι άλλοι.

Πέθανες και περάσανε πενήντα χρόνια και μήτε κανένας ξέρει αν υπήρξες και αν έκανες και σε φοβηθήκανε και σε λογαριάσανε.

Νίκος Τσιφόρος