Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ Παπαδιαμάντης

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ) Παπαδιαμάντης
 ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ (ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ) Παπαδιαμάντης
Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλοτε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινὰ πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.
Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στεῖρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίῃ διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δύο ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέσῃ περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰποῦσαι αὐτῇ ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.
Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ἦλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἑαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆράς της.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὗτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννα ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον δὲ ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.
Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια*, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε μόνα τὰ ἐλάττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε· δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο ἄπαστρη*, ἀπασσάλωτη*, ξετσίπωτη, κτλ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».
Ὁ καπετὰν Καντάκης, σφλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἶτα συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὥρισεςκαλῶς σᾶς ηὗρα, ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώμια, καὶ μὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.
Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος, καὶ ἔκλεισεν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους ὅπου εὑρέθησαν. Εἴπομεν ὅμως ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολμηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν.
Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.
Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούσῃ καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν.
Αὕτη ἐδέχθη μόνον περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μειδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθη τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο» καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰν τὸ στερεότυπον «μ᾽ ἕναν καλὸ γυιό».
Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.
―  Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θεια-Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾷς.
―  Θὰ τὸ φυλάξω ὣς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾽ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύμφη.
―Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ᾽ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ καθεμιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.
―  Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλύτερα.
Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακόν τι.
―  Πῶς τό ᾽παθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο, εἶπε μόνον καθ᾽ ἑαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα, ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετά τινος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκαμνε συντροφίαν ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ ἁγ. Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.
Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιμωμένη αὐτῇ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρις οὗ σημάνῃ ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾽ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δύο οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.
Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἡμίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ οὖς:
―  Δῶσέ μου τὸ κλειδί, ἦλθε ὁ ἄντρας σου.
―Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ ἔκπληκτος.
Καὶ ἀντὶ νὰ δώσῃ τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία.
Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.
―  Εἶμαι μισοπνιγμένος, εἶπε μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ ρηχά.
―  Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.
―Ὄχι, δὲν εἶναι, σοῦ λέγω, τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δύο ἄγκουρες ἀραγμένη, καὶ καθισμένη.
―  Θέλεις ν᾽ ἀνάψω φωτιά;
― Ἄναψε, καὶ δῶσέ μου ν᾽ ἀλλάξω.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύματα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ.
―  Θέλεις κανένα ζεστό;
―  Δὲν μ᾽ ὠφελεῖ ἐμένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλῃς.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον.
―  Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσῃς τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.
―  Δὲν σ᾽ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα;
―  Βάλε στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κ᾽ ἐγὼ σὲ λίγο.
Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήσῃ. Σημειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.
―Ἡ μάννα μου δὲν θὰ τό ᾽μαθε βέβαια ὅτι ἦλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης.
―Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;
―  Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.
―  Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾷς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσῃς μόνον;
―  Νὰ μεταλάβω κ᾽ ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή.
Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν᾽ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλῃ ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾽ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.
Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῇ καὶ ἀνοίξῃ τὸ ἑρμάρι διὰ νὰ λάβῃ ἄρτον, ἀλλ᾽ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ μικροῦ σανιδώματος εὑρίσκετο τὸ χριστόψωμον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς μητρός του πρὸς τὴν νύμφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν μετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾽ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.
Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα.
Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμον, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.
Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου.
Σημειωτέον ὅτι ἡ γραῖα συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της, ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων. Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲν θὰ ἦτο βεβαίως πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆράς της.
(1887)

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

24-12-1822 η αποτυχία του Ομέρ Βρυώνη στο Μεσολόγγι

24/12/1822:
Τελευταία εφοδος των Τουρκαλβανών του Ομέρ Βρυωνη στο Μεσολόγγι. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, περί τις 3000 Τουρκαλβανών αποπειράθηκαν με κλίμακες να υπερκεράσουν τα τείχη, ενώ το υπόλοιπο σώμα στρατού διεξήγαγε επιθέσεις σε διαφορετικά σημεία ωστε να διασκορπιστουν οι δυνάμεις των υπερασπιστών της πόλης. Η έφοδος απέτυχε οικτρως, χάριν στην έγκαιρη προειδοποίηση των Ελλήνων απο τον υπασπιστη του Βρυωνη, ΙΩΑΝΝΗ ΓΟΥΝΑΡΗ.
Έτσι λύθηκε η πρωτη πολιορκία της μαρτυρικης πόλης και οι Τούρκοι απεχωρησαν στην Πρέβεζα.
Ο ΓΟΥΝΑΡΗΣ πλήρωσε με το αίμα ολόκληρης της οικογένειας του την πράξη του αυτή, αφού ο Βρυωνης στραγγαλισε με τα ίδια του τα χέρια την σύζυγο και τα τέκνα του, όταν επέστρεψε στα Ιωάννινα ταπεινωμένος.
Πηγή Ελλήνων Ιστορείν.
 Ο Γούναρης κατέφυγε στο Άγιο Όρος και έγινε μοναχός. Προς τιμή του ονομάστηκε δρόμος στην Νέα Σμύρνη.



Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

Δημήτρης Αθανασούλης: ο Αγρινιώτης αρχαιολόγος

Δημήτρης Αθανασούλης στην «Κ»: Και αρχαιολόγος και... μάνατζερ

ΓΙΟΥΛΗ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ

Προτού καλά καλά προλάβει να πιει μια γουλιά από το δροσερό ξηρό, φρουτώδες Μοσχάτο Σάμου που μόλις μας έχουν σερβίρει, θυμίζω στον αρχαιολόγο και έφορο αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Δημήτρη Αθανασούλη, πως τα τελευταία χρόνια οι αρχαιολόγοι έχουν κατηγορηθεί ότι «είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν, καθηλωμένοι σε ένα δικό τους κόσμο, απρόθυμοι να δείξουν ευελιξία». Θέλω να ακούσω τη γνώμη του. Υπάρχει σ’ αυτές τις κατηγορίες δόση αλήθειας; Η πρόθεσή μου δεν είναι να του κόψω την όρεξη πάνω που καθίσαμε να γευματίσουμε, αλλά τη δεκαετία της κρίσης οι αρχαιολόγοι μπήκαν αρκετές φορές στο στόχαστρο. Πότε για την επένδυση στο Ελληνικό και πότε για αιτήματα που αφορούσαν φωτογραφίσεις οίκων μόδας και γυρίσματα ταινιών σε αρχαιολογικούς χώρους, τα οποία απέρριπτε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ).
«Ο αρχαιολογικός κλάδος ανδρώθηκε τον 19ο αιώνα για να εφαρμόσει έναν πανίσχυρο αρχαιολογικό νόμο που είχε ως στόχο να συγκροτήσει την ταυτότητα του νεοελληνικού κράτους», απαντάει χωρίς περιστροφές – μάλλον περίμενε την ερώτηση. «Δημιουργήθηκε, λοιπόν, ένα θεσμικό πλαίσιο ευεργετικό για την προστασία των μνημείων, η εφαρμογή του οποίου μακροπρόθεσμα αποξένωσε τους αρχαιολόγους από την κοινωνία, τους έκανε αυτοαναφορικούς, καθώς δεν υπήρχε ανάγκη να εξηγήσουν στην κοινωνία τη δράση τους. Αλλά η αρχαιολογική έρευνα και κυρίως η προστασία των μνημείων, με τις αναστηλώσεις, τα μουσεία και τους περιορισμούς στην ιδιοκτησία έχει τεράστιο κόστος. Για το κράτος, την κοινωνία, τον ιδιώτη. Για να γίνει λοιπόν αποδεκτό αυτό το κόστος απ’ όλους σήμερα πρέπει να εξηγήσεις γιατί είναι κρίσιμα τα μνημεία. Με συντελεσμένο το αισιόδοξο εθνικό αφήγημα της νεωτερικότητας του 19ου αιώνα, η μετανεωτερική κοινωνία του 21ου αιώνα έχει νέα προτάγματα. Και σήμερα η αρχαιολογία για να υπάρξει οφείλει να ανταποκριθεί ώστε να καταστήσει τα μουσεία και τα μνημεία κοινωνικά ενεργά. Πρέπει, λοιπόν, ως αρχαιολόγος να εξηγώ διαρκώς πως ό,τι κάνω για την προστασία των μνημείων δεν είναι μόνο επειδή το λέει ο νόμος ή το κράτος, αλλά γιατί τελικά αυτό θα αποφέρει συγκεκριμένο υλικό και άυλο κέρδος στην κοινωνία».
Πόσο εύκολο, όμως, είναι να πειστούν κοινωνίες όπως αυτές της Μυκόνου και της Σαντορίνης που απολαμβάνουν τα οφέλη του τουρισμού; «Ηταν βασικός μου στόχος να χτίσω μια εμπιστοσύνη με τους Κυκλαδίτες, γιατί μπορεί να λειτουργούμε για την προστασία των μνημείων, αλλά για να επιτευχθεί αυτό η Υπηρεσία γίνεται και δυσάρεστη. Σκεφτείτε κάτι: Εναν τουρίστα που επισκέπτεται τη Μύκονο και κάνει βόλτα στον γιαλό. Αν δεν υπήρχαν οι αρχαιολόγοι δεν θα είχαν σωθεί η Χώρα κι ο γιαλός, θα είχαμε εκεί ένα αποκρουστικό λιμάνι όπως τα περισσότερα στην Ελλάδα. Διαχρονικά η Αρχαιολογική Υπηρεσία έσωσε ό,τι πολυτιμότερο σήμερα έχει και προβάλλει η χώρα. Γνωρίζω, όμως, ότι ακόμα κι αν κάποιος κατανοεί ότι όλα αυτά μακροπρόθεσμα είναι για το καλό του τόπου, βραχυπρόθεσμα, όταν πρόκειται για τη δική του ιδιοκτησία, δυσανασχετεί με τους όποιους περιορισμούς. Γι’ αυτό χρειάζεται σωστή ενημέρωση. Πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι υπάρχει πρόβλημα. Και ότι αν δεν χαραχθεί μια στρατηγική με συμμετοχή όλων, ειδικά στη Σαντορίνη και στη Μύκονο, θα έχουμε μη αναστρέψιμες αλλοιώσεις που θα υπονομεύσουν και την ανάπτυξή τους. Τώρα σε κεντρικό επίπεδο δεν έχω πρόταση για το τι πρέπει να γίνει, αλλά σίγουρα το θέμα επείγει, πρέπει να το βάλουμε στο τραπέζι και να συζητήσουμε πώς θα διασφαλίσουμε την ποιοτική τουριστική ανάπτυξη προστατεύοντας και το πολιτισμικό περιβάλλον, τον πόρο δηλαδή στον οποίο βασίζεται ο τουρισμός».
Βέβαια, ενώ κάθε καλοκαίρι στη Μύκονο αποβιβάζονται εκατομμύρια επισκέπτες, απ’ αυτούς πολύ μικρό ποσοστό πηγαίνει στη Δήλο.
Η εύκολη δικαιολογία
«Ο τουρισμός της Μυκόνου είναι κυρίως party goers. Αλλά αυτό είναι και μια εύκολη δικαιολογία. Το στοίχημα είναι να τους προσελκύσεις να έλθουν στο μουσείο. Kαι γι’ αυτό χρειάζεται στοχευμένη εξωστρέφεια. Εκθέσεις λ.χ. όπως του Αντονι Γκρόμλεϊ που διοργανώσαμε στη Δήλο σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Οργανισμό Νέον. Ο Βρετανός καλλιτέχνης έδωσε μια άλλη ερμηνεία στον αρχαιολογικό χώρο. Πρόσκληση σε διαφορετικό κοινό ήταν και η έκθεση “Vanity” στη Μύκονο, με κοσμήματα από τις Κυκλάδες αλλά και σύγχρονες δημιουργίες. Μιλώντας όμως για τη Δήλο, πρέπει να πούμε ότι είναι ο πιο δύσκολος αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα. Χρειάζεται διαρκή φροντίδα. Το ερώτημα για εμένα είναι αν μας ενδιαφέρει να την κρατήσουμε ανοιχτή. Αν η προφανής απάντηση είναι “ναι”, τότε δεν μπορούμε να συνεχίσουμε κάνοντας μόνο την κατεπείγουσα συντήρηση, γιατί συντηρείς έναν τοίχο, κινδυνεύουν άλλοι δέκα. Πρέπει να υπάρξει κεντρική απόφαση και να επενδυθούν σημαντικές πιστώσεις, όπως στην περίπτωση της Πομπηίας. Η ιταλική κυβέρνηση όταν αποφάσισε να τη στηρίξει, έβαλε όλες της τις δυνάμεις, και άντλησε από την Ε.Ε. 105 εκατ. ευρώ».
Ο Δ. Αθανασούλης πρόσφατα απέκτησε και άλλη μια ιδιότητα, αυτή του μέλους του επιστημονικού συμβουλίου της Πομπηίας. Μεγάλη τιμή για τον Ελληνα αρχαιολόγο –και απόδειξη ότι οι Ελληνες αρχαιολόγοι είναι “εξαγώγιγο προϊόν” και βρίσκονται στην αιχμή της πρωτοπορίας– αλλά και επιπλέον ευθύνη. Αναρωτιέμαι: Σήμερα ο αρχαιολόγος πρέπει να είναι και μάνατζερ; «Είναι απαραίτητο να είναι και μάνατζερ. Αλλά ας μην το τονίζουμε γιατί υπάρχει μια στρεβλή αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο μάνατζερ είναι αυτός που παίζει ρόλο σε θέσεις ευθύνης και όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα. Αν δεν έχεις, όμως, το επιστημονικό υπόβαθρο δεν μπορείς να πάρεις τις κατάλληλες αποφάσεις. Δεν μπορείς να θέσεις τον στόχο, το όραμα που πρέπει να έχει ένας επιστημονικός φορέας προστασίας μνημείων. Αυτά δεν υπάρχουν στα εγχειρίδια μάνατζμεντ».
Η Φραγκοκρατία εθεωρείτο, λανθασμένα, περίοδος παρακμής
«Ηταν συνειδητή επιλογή να ασχοληθώ με την αρχαιολογία, μου άρεσε η έρευνα του παρελθόντος. Μπροστά σε κάποια σημαντική ανακάλυψη νιώθω ότι μόλις έχω βρει ένα κλειδί να ξαναδιαβάσω το παρελθόν. Κι αυτό είναι τρομερό συναίσθημα», εξομολογείται ο Δ. Αθανασούλης. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αγρίνιο απ’ όπου έφυγε στα 18 του για να σπουδάσει στο ΑΠΘ. «Μετά έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στη Σορβόννη και διδακτορικό στη βυζαντινή αρχαιολογία. Στη συνέχεια έδωσα εξετάσεις για το υπουργείο Πολιτισμού και το 1993 διορίστηκα επιμελητής για τα βυζαντινά μνημεία στην Αχαΐα. Εκεί, ξεκίνησα μια παθιασμένη σχέση με τους Φράγκους. Η Φραγκοκρατία (13ος αιώνας) εθεωρείτο περίοδος παρακμής. Ξεκινώντας την έρευνα στη Γλαρέντζα, το μεγάλο αστικό κέντρο της Αχαΐας των Φράγκων και την αναστήλωση στο Χλεμούτσι, η εικόνα που είχα ανατράπηκε. Η Ελλάδα, τα πρώην βυζαντινά εδάφη, είχαν ενταχθεί σε ένα διεθνές δίκτυο εμπορίου και σχέσεων λόγω των Σταυροφοριών, κι αυτό έφερε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη στην οποία μετείχαν τελικά και οι ντόπιοι. Η έρευνα με οδήγησε στην αναστήλωση στο κάστρο Χλεμούτσι που ήταν το παλάτι των πριγκίπων, και σε μία έκθεση με ιππότες και σταυροφόρους, την πρώτη αφιερωμένη σ’ αυτήν την περίοδο της Ελλάδας. Ηταν για εμένα σημαντική γιατί επρόκειτο και για μια θεσμική αναγνώριση ότι η Ελλάδα ενσωματώνει την κληρονομιά της Φραγκοκρατίας».

«Ημουν υπέρ των γυρισμάτων του BBC στον ναό του Ποσειδώνα, είμαι υπέρ μιας ποιοτικής επίδειξης μόδας. Κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά. Την Ακρόπολη όμως δεν θα την παραχωρούσα, γιατί ως έθνος έχουμε επενδύσει στις άυλες αξίες της», λέει ο Δημήτρης Αθανασούλης.
Η επόμενη πρόκληση ήρθε το 2007. «Ναι, ανέλαβα διευθυντής στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με αρμοδιότητα την Αργολίδα, την Αρκαδία και την Κορινθία και είχα την ευκαιρία να εμβαθύνω στη μέση βυζαντινή περίοδο γιατί η Κόρινθος ήταν η μεγαλύτερη πόλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά τη Θεσσαλονίκη. Κατάφερα να ενώσω τους τρεις νομούς με ένα μεγάλο πρόγραμμα για την αναστήλωση των μεσαιωνικών κάστρων. Αλλαξε το τοπίο με τοπόσημα που ήταν ξεχασμένα».
Από το 2014 βρίσκεται στις Κυκλάδες και διαχειρίζεται έναν τεράστιο «όγκο». «Οι Κυκλάδες όμως έχουν μεγάλη πολιτισμική συνοχή», επισημαίνει. «Διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά της νησιωτικότητας γιατί είναι μικρές, βρίσκονται στο κέντρο και λειτούργησαν σαν σύνδεσμοι ανάμεσα στους διαφορετικούς πολιτισμούς. Επίσης εκεί αναπτύχθηκε ένας πολιτισμός που δεν τον βρίσκεις αλλού, ο Πρωτοκυκλαδικός, άρα ήδη από την προϊστορία συγκροτούν μια αυστηρά δομημένη ενότητα. Θα ήθελα να σημειώσω ότι στις Κυκλάδες η έρευνα του παρελθόντος δεν ήταν ισομερώς κατανεμημένη. Τον 19ο αιώνα δόθηκε βάρος στη σχέση με την κλασική Ελλάδα και στον 20ό έγινε η μεγάλη “ανακάλυψη” του Κυκλαδικού πολιτισμού λόγω της σχέσης των ειδωλίων με τη σύγχρονη τέχνη, οπότε η περίοδος αυτή έγινε παγκοσμίως γνωστή. Αλλες, όμως, όπως η ρωμαϊκή, η βυζαντινή, ακόμη και οι μυκηναϊκές Κυκλάδες έμειναν στο ημίφως. Ενας στόχος μου είναι να εμβαθύνουμε εκεί».
Οι χορηγοί
«Ημουν υπέρ των γυρισμάτων του BBC στον ναό του Ποσειδώνα, είμαι υπέρ μιας ποιοτικής επίδειξης μόδας», σημειώνει ο Δ. Αθανασούλης, ο οποίος είναι μέλος του ΚΑΣ και υπήρξε για αρκετά χρόνια πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. «Επίσης, πιστεύω ότι η άντληση πιστώσεων μέσω δωρεών, χορηγιών, ευεργεσίας, είναι ένας τομέας με μεγάλες δυνατότητες και τον έχουμε ανάγκη, και ως έναν ακόμη δεσμό μεταξύ μνημείων και κοινωνίας. Αλλά κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά. Την Ακρόπολη δεν θα την παραχωρούσα, γιατί ως έθνος έχουμε επενδύσει στις άυλες αξίες της. Οπότε αντιλαμβάνομαι γιατί κάποιοι είναι αντίθετοι σε χορηγίες στην Ακρόπολη με το σκεπτικό ότι δεν λείπουν από το ελληνικό κράτος 1 εκατ. ευρώ όταν πρόκειται γι’ αυτό μνημείο. Υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας. Το πώς επιλέγεις έναν χορηγό σε ένα μνημείο ώστε να επενδύεις στην ευγενή άμιλλα μεταξύ των χορηγών κι όχι σε τυχόν ανταγωνισμούς».
Η συνάντηση
Βρεθήκαμε στο φιλόξενο «Σερσέ λα φαμ» επί της οδού Μητροπόλεως, ακριβώς απέναντι από τη Μητρόπολη. Είπαμε να τσιμπολογήσουμε από μία σαλάτα, αλλά τελικά μας κέρδισαν ο μοσχαρίσιος καβουρμάς με λαδορίγανη –εξαιρετικός μεζές–, τα ντολμαδάκια με κουκουνάρι, η σαλάτα με ντοματίνια, κρίταμο και ξινομυζήθρα, και η δροσερή σαλάτα από τρυφερά κολοκυθάκια κομμένα σαν σπαγγέτι. Επέμεινα να πιούμε ξηρό Μοσχάτο Σάμου. Ηταν ιδανικό. O λογαριασμός ήταν 50 ευρώ.


Αθανασούλης Δημήτρης
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Δημήτρης Αθανασούλης σπούδασε αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο PARIS I (Panthéon – Sorbonne). Είναι διδάκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Έχει εργαστεί ως αρχαιολόγος σε όλους τους νομούς της Πελοποννήσου. Από το 2007 ήταν διευθυντής στην 25η  Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με αρμοδιότητα την Αργολίδα, την Αρκαδία και την Κορινθία. Από το 2014 είναι διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.

Έχει συμμετάσχει σε διεθνή συνέδρια και έχει δημοσιεύσει πλήθος μελετών στο πεδίο της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και αρχαιολογίας. Οι σημαντικότερες μελέτες του αφορούν στην αρχιτεκτονική των βυζαντινών ναών της Ηλείας, στην αρχιτεκτονική και στην αρχαιολογία της σταυροφορικής περιόδου στην Πελοπόννησο, στην αρχαιολογία και τοπογραφία της Βυζαντινής Κορίνθου καθώς και στην αρχιτεκτονική των βυζαντινών και σταυροφορικών κάστρων της Πελοποννήσου.

Έχει διευθύνει σημαντικές ανασκαφικές έρευνες στην Πελοπόννησο (Γλαρέντζα, Τεγέα, Ακροκόρινθος, Κόρινθος, σλαβικά νεκροταφεία κλπ.).

Έχει σχεδιάσει και διευθύνει δεκάδες ευρωπαϊκά προγράμματα αποκατάστασης και ανάδειξης κάστρων (Χλουμούτζι, Ακροκόρινθος, Ακροναυπλία, Λάρισα Άργους, Λεοντάρι, Καρύταινα, Μπούρτζι Ναυπλίου) και βυζαντινών ναών (Παναγία Στείρη, Αγία Μονή κ.ά.) στην Πελοπόννησο καθώς και το μεγάλο ψηφιακό έργο ανάδειξης των κάστρων της Αργολίδας, Αρκαδίας και Κορινθίας.

Έχει σχεδιάσει και υλοποιήσει σημαντικά μουσεία (θεματικό Μουσείο για τους Σταυροφόρους και τους Ιππότες στο Χλουμούτζι-Κάστρο Κυλλήνης και το Βυζαντινό Μουσείο της Αργολίδας) και έχει οργανώσει την μεγάλη περιοδική έκθεση Vanity στο Μουσείο Μυκόνου.

Είναι αντιπρόεδρος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων και πλήθους επιστημονικών Συμβουλίων και Επιτροπών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Έχει διατελέσει πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, εμπειρογνώμων  αρχαιολόγος  του  Συμβουλίου  της  Ευρώπης,  μέλος  της Επιστημονικής Επιτροπής Ανάδειξης Κάστρων Πυλίας και πλήθους επιστημονικών επιτροπών διεθνών συνεδρίων.

Έχει διδάξει στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Υπότροφος της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Οξφόρδη και της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Βερολίνο.
Οι σταθμοί του
1966
Γέννηση στο Αγρίνιο.
2006
Διδακτορικό στη Βυζαντινή Αρχαιολογία.
2009
Δημιουργία του μουσείου για τους σταυροφόρους στο Κάστρο Ηλείας.
2012
Ανασκαφή των κοιμητηρίων εκχριστιανισμένων Σλάβων της Αρκαδίας.
2011-2015
Πρόγραμμα ανάδειξης των βυζαντινών κάστρων της Πελοποννήσου.
2016

Οι Κυκλάδες είναι η βιτρίνα της Ελλάδας στο εξωτερικό

Με προσωπικό όραμα για τις Κυκλάδες, με σχέδια για αναστηλώσεις και συντηρήσεις μνημείων από τη Δήλο έως τη Σίκινο, με στόχο αλλαγές στις υποδομές των μεγάλων μουσείων και επανεκθέσεις των συλλογών τους, ο προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Δημήτρης Αθανασούλης έχει πολλές ιδέες.
Μαζί με τους συνεργάτες του καταστρώνουν πλάνα, τα οποία ωστόσο θα υλοποιηθούν μόνον εάν έρθουν οι πολυπόθητες πιστώσεις από τους χορηγούς και το ΕΣΠΑ. Για το υπουργείο Πολιτισμού ούτε λόγος, αφού μπορεί να καλύψει μόνο τα λειτουργικά έξοδα.
Από προϊστάμενος της 25ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Αργολίδα-Αρκαδία-Κορινθία) ο Δημήτρης Αθανασούλης βρέθηκε ξαφνικά στην καρδιά του Αιγαίου, μετά τις αλλαγές στον Οργανισμό του υπουργείου Πολιτισμού τον Οκτώβριο του 2014.
Διαχειρίζεται τη βαριά πολιτιστική κληρονομιά των Κυκλάδων, τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς τόπους της Δήλου ή του Ακρωτηρίου, που βρίσκονται στη Μύκονο και τη Σαντορίνη, νούμερο ένα τουριστικοί προορισμοί διεθνώς. Επίσης αρχαιότητες, κάστρα, μνημεία, εκκλησίες σε Ανδρο, Μήλο, Κέα, Κύθνο, Νάξο, Πάρο, Σύρο, Τήνο... 26 νησιά και άλλα 11 ακατοίκητα.
Αποκαλεί «πρόκληση» αυτό που μπορεί να συμβεί εκεί με τη σωστή διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και χαρακτηρίζει χρονιά ορόσημο για το μέλλον το 2016. Το καλοκαίρι, πάντως, θα εντυπωσιάσει το διεθνές κοινό της Μυκόνου με την πρώτη περιοδική αρχαιολογική έκθεση που διοργανώνεται στην Εφορεία του και αφορά το «Κόσμημα στις Κυκλάδες» από την εποχή του λίθου με τα ωραία κοχύλια, μέχρι τις σύγχρονες δημιουργίες που αγοράζει τρελά το διεθνές τζετ σετ.
• Πέρυσι τέτοια εποχή η Δήλος έκλεισε, για λίγο, λόγω έλλειψης αρχαιοφυλάκων. Εχει βελτιωθεί η κατάσταση σήμερα;
Σε σχέση με το φυλακτικό προσωπικό και τις ανάγκες που υπάρχουν, τα πράγματα δεν μπορεί να είναι πολύ καλύτερα, διότι οι προσλήψεις στο Δημόσιο απαγορεύονται. Ωστόσο, έγιναν επενδύσεις στην αναβάθμιση των συστημάτων ασφαλείας των αρχαιολογικών χώρων των Κυκλάδων και της Δήλου. Αυτή την εποχή η επισκεψιμότητα στο νησί είναι πολύ μικρή, υπολειτουργεί, επομένως ανοίγει όταν χρειάζεται.
Κοιτάζουμε να είμαστε ρεαλιστές γιατί οι ανάγκες είναι τεράστιες σε όλη την Ελλάδα. Το θετικό είναι ότι φέτος εγκρίθηκε εγκαίρως το έκτακτο προσωπικό, επομένως θα προλάβουμε τη θερινή περίοδο και επιπλέον θα έχουμε περισσότερους φύλακες, καθώς πέρυσι δεν επαρκούσαν για να καλύψουν το πλήρες ωράριο, 8 π.μ. με 8 μ.μ., οπότε ορισμένα απογεύματα αναγκαζόμασταν να κλείσουμε για να πάρουν τα ρεπό τους οι εργαζόμενοι.
Φέτος περιμένουμε στη Δήλο 24 φύλακες και 3 πωλητές, καθώς για το πωλητήριο έγινε ειδική προκήρυξη από το ΤΑΠΑ. Ο αγώνας είναι μεγάλος και ξεκινάει από τώρα την άνοιξη, με το ξεχορτάριασμα.
• Εχει χρήματα η Εφορεία Κυκλάδων για τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους;
Λόγω κρίσης οι πιστώσεις είναι ελάχιστες. Το υπουργείο καλύπτει τα λειτουργικά μας έξοδα και μέχρι να έρθει το νέο ΕΣΠΑ, οι πιστώσεις για οτιδήποτε άλλο είναι μόνο από τρίτους.
• Οι κτιριακές υποδομές των μουσείων στη Μύκονο και τη Δήλο μπορούν να χαρακτηριστούν ακόμα και τραγικές. Αν και είστε μόνον ενάμιση χρόνο προϊστάμενος στην Εφορεία, τι έχετε καταφέρει;
Κατ’ αρχήν αυξήσαμε στο μέγιστο δυνατό την προστασία με τα συστήματα ασφαλείας και κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε τα μουσεία και ο αρχαιολογικός χώρος να είναι ανεκτοί προς τους επισκέπτες.
Για το Μουσείο της Δήλου προχωρούν οι μελέτες και περιμένουμε τις εγκρίσεις των χορηγιών. Ομως για να αναβαθμιστούν τα μουσεία μας, χρειάζονται μεγάλες πιστώσεις. Γι’ αυτό ψάχνουμε χορηγίες.
• Ποια είναι η προτεραιότητά σας;
Η Εφορεία Κυκλάδων έχει τις μεγαλύτερες υποδομές στην Ελλάδα και τεράστιες ανάγκες. Διαθέτει 26 μουσεία και συλλογές, 16 οργανωμένους αρχαιολογικούς χώρους επισκέψιμους με εισιτήριο και εκατοντάδες διάσπαρτα μνημεία. Είναι αυτό που ονομάζω αόρατη πολιτιστική κληρονομιά που έχουμε σκοπό να την κάνουμε ορατή. Επικεντρωνόμαστε στην αναβάθμιση των υποδομών και των εκθέσεων, που είναι πραγματικά παρωχημένες.
Για το Μουσείο Μυκόνου, όπως και για άλλα, έχουμε σχεδιάσει προγράμματα ώστε να του προσδώσουμε έναν υπερτοπικό χαρακτήρα και η μεγάλη επισκεψιμότητα του νησιού να καρπωθεί τον ευρύτερο πολιτισμό των Κυκλάδων και αυτό να λειτουργήσει αμφίδρομα. Οι επισκέπτες της Μυκόνου να απολαύσουν εκθέσεις από άλλα νησιά και ταυτόχρονα να τους προωθήσουμε τον τουρισμό τους, διαφημίζοντάς τα.
Σκοπός μας είναι να κάνουμε επέκταση του Μουσείου Μυκόνου αλλά και με τις υπάρχουσες δομές σκοπεύουμε να προχωρήσουμε άμεσα στην αναδιάταξη της έκθεσης. Το καλοκαίρι θα διοργανώσουμε για πρώτη φορά σε μουσείο των Κυκλάδων περιοδική έκθεση.
Το θέμα είναι το κόσμημα στις Κυκλάδες από την εποχή του λίθου έως σήμερα. Συγκεντρώνουμε κοσμήματα από όλα τα νησιά από την εποχή του λίθου, την πρωτοκυκλαδική, τη γεωμετρική, την αρχαϊκή, την κλασική, τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή μέχρι τη σύγχρονη δημιουργία. Ετσι εμπλέκεται το παρελθόν των Κυκλάδων με το σημερινό κοσμοπολίτικο παζάρι της Μυκόνου.
Η Μύκονος μαζί με τη Σαντορίνη είναι οι ναυαρχίδες του πολιτισμού και του τουρισμού. Η Σαντορίνη, εκτός από το Ακρωτήρι, έχει τεράστιο μνημειακό απόθεμα, μεσαιωνικά κάστρα, την αρχαία Θήρα, το Αρχαιολογικό Μουσείο με σπουδαία ευρήματα. Σκοπεύουμε προς το τέλος του καλοκαιριού να οργανώσουμε μια έκθεση με το καταπληκτικό άγαλμα, την Κόρη της Θήρας.
• Το φιλόδοξο πρόγραμμα «Αρχιπέλαγος Plus» σε τι φάση βρίσκεται;
Αφορά τη βελτίωση των κτιριακών υποδομών των έξι μεγαλύτερων μουσείων των Κυκλάδων, δηλαδή Δήλου, Μυκόνου, Αρχαιολογικό Θήρας και Προϊστορικής Θήρας, Πάρου, Αρχαιολογικό Νάξου μαζί με το σύνολο των μουσειακών υποδομών του Κάστρου.
Ολα αυτά συγκροτούν ένα δίκτυο μεγαλύτερης προβολής των Κυκλάδων. Περιμένουμε τις εξελίξεις σε επίπεδο χορηγίας ώστε να ξεκινήσει η υλοποίηση του προγράμματος.
• Εχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον από μεγάλους χορηγούς για τα έργα που σχεδιάζετε;
Ευτυχώς ναι, αλλά μέχρι να πάρουν την τελική μορφή δεν μπορώ να κάνω ανακοινώσεις. Εχω πει ότι οι Κυκλάδες είναι η βιτρίνα της Ελλάδας σε όλο τον κόσμο. Νησιά όπως η Σαντορίνη και η Μύκονος είναι κορυφαίοι προορισμοί παγκοσμίως. Η αλήθεια είναι ότι οι πόροι από τα ευρωπαϊκά προγράμματα δεν επαρκούν πλέον. Αρα είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε πόρους από την τοπική κοινωνία και τους χορηγούς.
Εχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον συγκεκριμένοι δήμοι, όπως της Θήρας και της Μυκόνου, οι οποίοι θα επενδύσουν πιστώσεις τους στον πολιτισμό. Από τη στιγμή που υπάρχει πλούτος, θεωρώ ότι και η τοπική κοινωνία είναι «υποχρεωμένη» να επενδύσει στον πολιτισμό.
Αυτό, έτσι κι αλλιώς, θα επιστρέψει στους πολίτες. Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι να αυξήσεις ποσοτικά τον τουρισμό σου, αλλά ποιοτικά. Να του δώσεις υψηλά χαρακτηριστικά˙ και το νούμερο ένα σ’ αυτό, είναι ο πολιτισμός.
• Με την καινούργια σεζόν θα έχουμε την αύξηση των εισιτηρίων. Υπάρχει η άποψη ότι μαζί με το εισιτήριο οφείλεις να αναβαθμίσεις και τις υπηρεσίες σου προς τον επισκέπτη. Ποια είναι η γνώμη σας;
Η πολιτική του υπουργείου Πολιτισμού ήταν να αυξήσει τα εισιτήρια, που εν συγκρίσει με τις άλλες χώρες είναι χαμηλά. Το ζήτημα είναι μείζον και υπό συζήτηση αν η αύξηση είναι πάντα παραγωγική και έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Ο καλύτερος τρόπος για την αύξηση των εσόδων θεωρώ ότι είναι τα πωλητέα. Σ’ αυτό το σημείο το υπουργείο ήταν κάτω από τη βάση. Ελπίζω να δούμε άμεσα τις προσπάθειες του ΤΑΠΑ και τα νέα πωλητέα στις προθήκες των πωλητηρίων.
Από την άλλη, η αναβάθμιση των υπηρεσιών είναι μακροχρόνια διαδικασία. Το υπουργείο κάνει προσπάθειες και η πρόεδρος του ΤΑΠΑ Ασπασία Λούβη έχει δείξει προσωπικό ενδιαφέρον. Για πρώτη φορά θα επενδυθούν κεφάλαια απ’ ευθείας στις υποδομές της Δήλου.
Σαφώς χρειάζεται η αναβάθμιση των υπηρεσιών αλλά κυρίως η προβολή. Υπάρχουν νησιά που οι επισκέπτες δεν γνωρίζουν καν ότι έχουν μουσεία.
Ζητάμε από το υπουργείο ένα πρόγραμμα για την αναβάθμιση της προβολής και ταυτόχρονα κάνουμε προτάσεις ώστε να ενταχθούμε σε προγράμματα για να αυτοαναπτυχθούμε. Το σπουδαίο απόθεμα των Κυκλάδων αποτελεί μεγάλη πρόκληση στην οποία η Πολιτεία δεν έχει ενδώσει στον βαθμό που πρέπει.
• Με τον υπουργό Πολιτισμού συναντηθήκατε; Ο κ. Μπαλτάς έχει επιδείξει για τις Κυκλάδες το ίδιο ενδιαφέρον με τον προκάτοχό του;
Οντως ο κ. Ξυδάκης, και λόγω καταγωγής, είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τον τόπο. Ομως και ο κ. Μπαλτάς, που ήρθε στον πολιτισμό από άλλο χώρο, έχει μάθει πλέον τις προκλήσεις και τα προβλήματα και δείχνει διάθεση να τα επιλύσει. Εχει υπάρξει υπηρεσιακή συνάντηση όπου αναδείχτηκαν τα μεγάλα ζητήματα.
• Η αλλαγή του Οργανισμού στο υπουργείο Πολιτισμού προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Εγινε λόγος για συρρίκνωση, προχειρότητα, δυσάρεστες καταστάσεις που απορρέουν από τις μνημονιακές υποχρεώσεις. Με την αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας έγιναν προσπάθειες βελτίωσης;
Αυτόν τον χρόνο αντιληφθήκαμε τις συνέπειες του νέου Οργανισμού. Πρέπει άμεσα να γίνουν αλλαγές προς όφελος των μνημείων και των πολιτών. Η πολιτική ηγεσία και επισήμως έχει αποφασίσει να κάνει παρεμβάσεις στο οργανόγραμμα.
Είμαστε σε διαδικασία διαλόγου μέσω των συνδικαλιστικών μας εκπροσώπων. Η εμπειρία λέει ότι ο νέος Οργανισμός έγινε σε μια εντελώς ακατάλληλη στιγμή και χωρίς προβλέψεις για τα προβλήματα.
Στην Εφορεία Κυκλάδων, για παράδειγμα, συμβαίνει ένας μεγάλος τραγέλαφος. Εχει στη δικαιοδοσία της 26 κατοικημένα και 11 ακατοίκητα νησιά με αρχαιότητες. Η έδρα της είναι στην Αθήνα, με το σκεπτικό ότι μόνο από εδώ μπορεί να μετακινείται κανείς προς όλα τα σημεία. Με τους μνημονιακούς περιορισμούς οι μετακινήσεις εξαντλούνται στις 60. Ακόμα και του προϊστάμενου. Ετσι αναγκάζεσαι να κάνεις μόνο τα κατεπείγοντα.

Αποκέντρωση, ευθύνη και λογοδοσία

Χρειάζεται μια επαναστατική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας της Υπηρεσίας. Υπάρχουν δυσλειτουργίες οι οποίες πρέπει να λυθούν άμεσα. Οι Εφορείες πρέπει να είναι υπεύθυνες, όχι μόνο για την προστασία και την ανάδειξη των μνημείων, αλλά και για τη διαχείριση μέρους των εσόδων από τα εισιτήρια.
Σήμερα όλα πηγαίνουν στο ΤΑΠΑ και, ενώ θα έπρεπε να αναδιανέμονται, η διαδικασία αυτή χάνεται κάπου στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Αυτό πρέπει να αλλάξει άρδην. Τμήμα των εσόδων πρέπει να παραμένει στα μουσεία και στους αρχαιολογικούς χώρους και να επανεπενδύεται.
Θεωρώ ότι η λέξη-κλειδί είναι αποκέντρωση. Εν έτει 2016 οι κεντρικοί μηχανισμοί μπορεί να χαράσσουν πολιτική αλλά οι δραστηριότητες οφείλουν να λειτουργούν αποκεντρωμένα. Με ρωτάτε τι έκανα μέχρι σήμερα. Μπορώ να μην κάνω και τίποτα με τη δικαιολογία ότι δεν έχω χρήματα.
Αν όμως έχω τα εργαλεία και δεν τα αξιοποιήσω, τότε θα είμαι υπόλογος. Χρειάζεται αποκέντρωση, ευθύνη και λογοδοσία. Αυτά απουσιάζουν. Χάνονται σε μια διαδικασία γραφειοκρατική και τελικά στείρα. Η κρίση και το Μνημόνιο μας έδειξαν ότι αν δεν αξιοποιήσουμε πλήρως τους πόρους που παράγουμε δεν έχουμε μέλλον. Είμαι αισιόδοξος ότι θα βρεθεί λύση. Το υπουργείο και η πρόεδρος του ΤΑΠΑ στις συζητήσεις μας έδειξαν ότι κατανοούν το ζήτημα.
Το θέατρο και ο Ναός του Απόλλωνα στη Δήλο
Στο ΕΣΠΑ (2014 -2020) έχουμε υποβάλει αρκετές προτάσεις, αλλά δεν ξέρω τι θα εγκριθεί. Προτάσσουμε το Θέατρο της Δήλου, για το οποίο υπάρχει εγκεκριμένη μελέτη. Επίσης θέλουμε να αναστηλώσουμε τον Ναό του Απόλλωνα, το βασικό Ιερό με το οποίο έγινε διάσημο το νησί.
Κάνουμε πρόταση για το Μουσείο Προϊστορικής Θήρας ώστε να ανοίξει και ο δεύτερος όροφος και να βγουν από τις αποθήκες μοναδικά ευρήματα και καταπληκτικά αγάλματα. Εχει ξεκινήσει ο σχεδιασμός και η μελέτη ανάδειξης των χώρων του.
Εχουμε υποβάλει προτάσεις για την αναβάθμιση των μεσαιωνικών μνημείων των Κυκλάδων. Στη Νάξο, μια άλλη πρόταση που καταθέσαμε σε χορηγούς, αλλά εν μέρει και στο ΕΣΠΑ, είναι η ανάδειξη του Κάστρου της χώρας ως νησίδας μουσείων. Ηδη φιλοξενεί το Αρχαιολογικό και το Βυζαντινό Μουσείο Νάξου ενώ σε ένα τρίτο μεσαιωνικό κτίριο μπορούν να επεκταθούν οι συλλογές.
Μπαίνοντας κανείς στα τείχη του Κάστρου θα μπορεί να δει τρία μουσεία σε μεσαιωνικά κτίρια. Θα αναβαθμίσει κατακόρυφα το πολιτιστικό απόθεμα του νησιού. Ενα άλλο πρόγραμμα που θέλουμε να εντάξουμε στο ΕΣΠΑ είναι το Μουσείο της Κύθνου, ένα νησί με σημαντικά ευρήματα χωρίς κανένα μουσείο, που απέχει μία ώρα από το Λαύριο και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Επίσης θέλουμε να εντάξουμε την αναβάθμιση της Επισκοπής Σικίνου. Ενα μικρό νησί με δυνατότητες τουριστικής ανάπτυξης, στο οποίο υπάρχει αυτό το κορυφαίο μνημείο του Αιγαίου, ένα κτίριο αρχαίο που μετατράπηκε σε βυζαντινό ναό, μοναδικό παλίμψηστο όλων των εποχών, που σήμερα δυστυχώς είναι κλειστό.


Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Ο Αριστείδης Μόσχος από Πεντάλοφο Αιτωλοακαρνανίας

Αριστείδης Μόσχος - Αφιέρωμα


Στις 8 Νοεμβρίου 2001 έφυγε από τη ζωή μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της παραδοσιακής μουσικής.
    Αριστείδης Μόσχος - Αφιέρωμα




    Ο Αριστείδης Μόσχος γεννήθηκε το 1930* στο Αγρίνιο και καταγόταν από μουσική οικογένεια. Έτσι η ενασχόλησή του με το σαντούρι, από την ηλικία των οκτώ ετών, ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο.

    Το 1952 μπήκε στη δισκογραφία και μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργάστηκε και συνόδευσε μερικούς από τους μεγαλύτερους Έλληνες μουσικούς, συνθέτες και τραγουδιστές, όπως οι Γιώργος Κόρος, Χρόνης Αηδονίδης, Καριοφύλης Δοϊτσίδης, Σταύρος Ξαρχάκος, Γιάννης Μαρκόπουλος, Ηλίας Ανδριόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, Γλυκερία και πολλοί άλλοι. Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον δυο σημεία από τις αφηγήσεις του Αριστείδη Μόσχου, σχετικά με τις συνεργασίες του αλλά και από κάποια επίσκεψή του στο Παρίσι το 1959, μαζί με τον Ευγένιο Σπαθάρη.

    Το 1952 έπαιξα πρώτη φορά για δίσκο. Στη Μusic Box. Κι από τότε έχω παίξει και με τους πιο περίεργους ανθρώπους. Σκεφτείτε ότι τον πρώτο δίσκο της Άντζελας Δημητρίου εγώ τον έκανα. Έπαιξα με τον Κόρο, τον Ζέρβα, Δοϊτσίδη, Αηδονίδη, από τότε που βγήκαν στη δισκογραφία. Δεν έχω παράπονο, όλοι με σέβονται και μ' αγαπάνε. Με τον Ξαρχάκο κάναμε την «Ελλάδα της Μελίνας». Με τον Μαρκόπουλο έμεινα 13 χρόνια κι έπαιξα σε 17 δίσκους του. Έφυγα γιατί είχα χάσει το όνομά μου. Ξέρετε πώς με λέγανε; Το σαντούρι του Μαρκόπουλου. Εντάξει, στον Μαρκόπουλο, δε λέω, είχα υποχρέωση. Μου 'δωσε και λεφτά. Πληρωνόμουνα καλά. Όταν ένας πρώτος μουσικός έπαιρνε 400 δραχμές, εγώ έπαιρνα ένα χιλιάρικο. Το πιο άσχημο όμως ήταν πως οι μαέστροι δε μου φέρνανε νότες να διαβάσω. Κανένας. Μια φορά πήρα το σαντούρι μου κι έφυγα. Πήγα για πρόβα και μου λέει «Παίξτο, δεν τ' άκουσες;». Λέω «Τι παίξτο; μαγνητόφωνο είμαι; μπορεί να μην άκουσα καλά. Δως μου μια παρτιτούρα», επειδή είχανε κακομάθει με τους περισσότερους λαϊκούς μουσικούς.

    Ο ήχος του σαντουριού είναι μαλακός και γι' αυτό προσφέρεται πολύ για μουσικές οι οποίες μυρίζουν θάλασσα. Σμυρνέικα και νησιώτικα. Από κει και πέρα βέβαια έχω παίξει μέχρι και ...τον γαλλικό ύμνο! Πραγματικά. Ήταν το 1959 που πήγαμε στο Παρίσι με τον Ευγένιο Σπαθάρη και τον πατέρα του για ένα φεστιβάλ σκιών. Υπήρχε μπερντές που έπαιζε ο Σπαθάρης, πίσω ήμασταν εμείς και συνοδεύαμε και κάποια στιγμή άνοιγε και μας βλέπανε. Ήμαστε έτοιμοι να αρχίσουμε, όταν έρχεται ο πρέσβης της Γαλλίας και λέει: «Πριν αρχίσει η παράσταση, να παίξετε τον γαλλικό εθνικό ύμνο». Κοιταζόμαστε. Λέει ο Ευγένιος: «Καταστροφή». Δε μπορούσαμε να αρνηθούμε, γιατί από κάτω κάθονταν υπουργοί, διπλωματικά σώματα, ήτανε πολύ επίσημο το φεστιβάλ. Λέω «Ηρεμήστε και δώστε μου τρία λεπτά». Από το σχολείο που πήγαινα ακόμα θυμόμουνα το γαλλικό ύμνο που εμείς τον λέγαμε ελληνικά «Ω παιδιά μου ορφανά, σκορπισμένα εδώ κι εκεί...». Βάζω σ' ένα έδρανο τις δυο σημαίες και ανοίγει η σκηνή. Δε βλέπω ούτε θέατρο, ούτε κόσμο, παίζω μια φορά τη μελωδία και μετά ...πάρτον κάτω λιπόθυμο! (1)

    Tο 1985 ο Αριστείδης Μόσχος πραγματοποίησε το όνειρό του, ιδρύοντας, με καθαρά ιδιωτική πρωτοβουλία, το «Λαϊκό Σχολείο Παραδοσιακής Μουσικής» με το οποίο έλαβε μέρος σε εκδηλώσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, με σκοπό τη διάσωση και διάδοση της παραδοσιακής μας μουσικής.

    Ήθελα να αφοσιωθώ στο Σχολείο μου. Ήταν ένα όνειρο πολλών χρόνων αυτό το πράγμα. Πρώτα, πρώτα έβλεπα ότι τέλειωνε το σαντούρι. Τώρα ξέρετε πόσες κοπέλες και αγόρια παίζουνε; Ήταν όνειρο ζωής για μένα να διδάξω 28 σαντούρια. Μπροστά σ' αυτό δεν έβαζα τίποτα άλλο.

    Το όνομα του Μόσχου έχει συνδεθεί με ένα από τα πιο πολυτραγουδισμένα τραγούδια των τελευταίων χρόνων. Το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία». Το ηχογράφησε, με το όνομά του σαν στιχουργού και συνθέτη, τόσο το 1990 στο δίσκο «Τα παραδοσιακά» (ο οποίος ξεπέρασε τις 30.000 πωλήσεις και έγινε χρυσός), όσο και το 1992 στο «Ελλάδα στην υγειά σου», ενώ ενδιάμεσα προέκυψε και η ηχογράφηση της Άλκηστις Πρωτοψάλτη στο «Παραδέχτηκα» και πάλι στο όνομά του. Είχε προηγηθεί βέβαια η εκτέλεση του Γιάννη Πάριου το 1984 στο δίσκο «Πιο καλή η μοναξιά», όπου εκεί αναγράφεται ως δημιουργός ο Βαγγέλης Κονιτόπουλος. Στις δυο τελευταίες δεκαετίες πραγματοποιήθηκαν δεκάδες ηχογραφήσεις του τραγουδιού, από τον Γιώργο Νταλάρα, τη Γλυκερία, την Ελένη Τσαλιγοπούλου, τον Πέτρο Γαϊτάνο, άλλη μια από την Πρωτοψάλτη αλλά και μια παλαιότερη με τον Γιάννη Πάριο, από το 1983, η οποία εκδόθηκε το 2000. Σ’ όλες αυτές τις εκδόσεις ο Αριστείδης Μόσχος αναγράφεται αλλού ως συνθέτης και στιχουργός, αλλού ως διασκευαστής του παραδοσιακού τραγουδιού, ενώ αλλού το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» αναγράφεται μόνο ως «Λαϊκή καντάδα» ή ως «Παραδοσιακό Μικράς Ασίας».

    Ο Αριστείδης Μόσχος μαζί με τον Τάσο Διακογιώργη ήταν αυτοί που συνέδεσαν, περισσότερο από κάθε άλλον, το όνομά τους, με το όργανο… Ευτυχώς όμως, μουσικοί από νεότερες γενιές, όπως ο Ανδρέας Κατσιγιάννης, η Αρετή Κετιμέ (η οποία ξεκίνησε από το σχολείο του Μόσχου), η Ελένη Φίλιππα (επίσης μαθήτρια του) συνέχισαν και συνεχίζουν επάξια το δρόμο τους…

    *Σύμφωνα με άλλες καταγραφές ως ημερομηνία γέννησης αναφέρεται το 1924 και το 1927

    - Ευχαριστούμε την Ελένη Κωστελέτου για τη βοήθειά της

    Πηγή: 1: Συνέντευξη του Αριστείδη Μόσχου στον Γιώργο Τσάμπρα στο ένθετο cd Ταξίδια με το σαντούρι (Lyra 1996)

    Φωτογραφίες

    2: Με το Δημήτρη Λάγιο
    3: Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο το 1982
    4: Με τους τραγουδιστές Νάντια Καραγιάννη, Μαρία Σουλτάτου, Σούλα Βαζούρα, Αγγελική Κονιτοπούλου, Γιώργο Μπαγιώκη, Λεωνίδα Ντούνη που συμμετέχουν στα «Παραδοσιακά» το 1990

    VIDEO



    ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

    Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

    Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν

    Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν






    Ο Λευκάδιος Χερν (Λευκάδα27 Ιουνίου 1850 - Τόκιο26 Σεπτεμβρίου 1904) ή Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν (Αγγλικά: Patrick Lafcadio Hearn), γνωστός επίσης με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι (ιαπωνικά小泉八雲‎) [σημ. 1], ήταν διεθνής συγγραφέας[17] ιρλανδοελληνικής καταγωγής που έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα το 1896, περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του για την Ιαπωνία[18], ιδιαίτερα για τις συλλογές του για τους ιαπωνικούς θρύλους και ιστορίες φαντασμάτων[19], όπως το Καϊντάν: Ιστορίες και μελέτες παράξενων πραγμάτων[20][21]. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Χερν είναι επίσης γνωστός για τα κείμενά του για την πόλη της Νέας Ορλεάνης, βασισμένα στη δεκαετή διαμονή του στην πόλη[22]. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας[2

    BίοςΕπεξεργασία

    Η σχετικά σύντομη ζωή του Λευκάδιου Χερν μπορεί να χωριστεί σε τρεις μεγάλες περιόδους, περίπου ισόχρονες: την «ευρωπαϊκή» (1850-1869), την «αμερικανική» (1869-1890) και την «ιαπωνική» (1890-1904)[24].

    Ευρώπη (1850-1869)Επεξεργασία

    Γέννηση στην ΕλλάδαΕπεξεργασία

    Ο Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα, από όπου πήρε και το όνομά του, στις 27 Ιουνίου του 1850[25]. Ήταν γιος του χειρουργού ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν (από την Κομητεία Όφαλι της Ιρλανδίας) και της Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη, Ελληνίδας ευγενούς καταγωγής από τα Κύθηρα[26] από τον πατέρα της Αντώνιο Κασιμάτη. Ο πατέρας του υπηρετούσε στη Λευκάδα, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής των Επτανήσων, όπου ήταν ο πιο υψηλόβαθμος χειρουργός στο σύνταγμά του. Ο Λευκάδιος βαφτίστηκε Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Λευκάδα[27], αλλά φαίνεται ότι στα Αγγλικά ονομαζόταν Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn[28]. Οι γονείς του Χερν παντρεύτηκαν με ελληνικό ορθόδοξο γάμο στις 25 Νοεμβρίου 1849, μερικούς μήνες αφού η μητέρα του είχε γεννήσει το πρώτο παιδί του ζευγαριού και μεγαλύτερο αδελφό του Χερν, Τζορτζ Ρόμπερτ Χερν, στις 23 Ιουλίου 1849. Ο Τζορτζ Χερν πέθανε στις 17 Αυγούστου 1850, δύο μήνες μετά τη γέννηση του Λευκάδιου. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στη Λευκάδα υπάρχει ακόμα[29].

    Ο Λευκάδιος Χερν σε ηλικία περίπου οκτώ ετών (1858) με την κηδεμόνα του, θεία του πατέρα του, Σάρα Μπρέναν.

    Μετανάστευση στην Ιρλανδία· εγκατάλειψηΕπεξεργασία

    Μία πολύπλοκη σειρά διενέξεων και γεγονότων κατέληξαν να μετακομίσει ο Λευκάδιος Χερν, σε ηλικία δύο ετών, από την Ελλάδα στην Ιρλανδία, όπου εγκαταλείφθηκε πρώτα από τη μητέρα του (που τον άφησε στη φροντίδα της θείας του συζύγου της), στη συνέχεια από τον πατέρα του και τελικά από τη θεία του πατέρα του, η οποία είχε οριστεί κηδεμόνας του.
    Το 1850 ο πατέρας του Χερν προήχθη σε Υπηρεσιακό Χειρουργό Δεύτερης Τάξης και μετατέθηκε από τη Λευκάδα στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες (στην Καραϊβική). Καθώς η οικογένειά του δεν ενέκρινε τον γάμο και ανησυχούσε ότι η σχέση του θα μπορούσε να βλάψει τις προοπτικές για τη σταδιοδρομία του, ο Τσαρλς Χερν δεν ενημέρωσε τους ανωτέρους του για το γιο του ή την έγκυο σύζυγό του και άφησε πίσω του την οικογένειά του. Το 1852 ο Τσαρλς Χερν κανόνισε να στείλει το γιο και τη σύζυγό του να ζήσουν μαζί με την οικογένειά του στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, όπου έτυχαν ψυχρής υποδοχής. Η μητέρα του Τσαρλς Χερν, Ελίζαμπεθ Χολμς Χερν, δυσκολευόταν να αποδεχθεί τον καθολικισμό της Ρόζας Χερν και την έλλειψη παιδείας της (ήταν αναλφάβητη και δε μιλούσε καθόλου Αγγλικά). Και η Ρόζα δυσκολευόταν να υιοθετήσει μια ξένη κουλτούρα και τον προτεσταντισμό της οικογένειας του συζύγου της και τελικά περιήλθε υπό την προστασία της αδερφής της Ελίζαμπεθ, Σάρας Χολμς Μπρέναν, χήρας που είχε προσηλυτισθεί στον καθολικισμό.
    Παρά τις προσπάθειες της Σάρας Μπρέναν, η Ρόζα υπέφερε από νοσταλγία για την πατρίδα της. Όταν ο σύζυγός της επέστρεψε στην Ιρλανδία με αναρρωτική άδεια το 1853, κατέστη σαφές ότι το ζευγάρι είχε αποξενωθεί. Ο Τσαρλς Χερν μετατέθηκε στην Κριμαία, αφήνοντας πάλι έγκυο γυναίκα και παιδί στην Ιρλανδία. Όταν επέστρεψε το 1856, σοβαρά τραυματισμένος, η Ρόζα είχε επιστρέψει στην πατρίδα της στα Κύθηρα, στην Ελλάδα, όπου γέννησε τον τρίτο γιο τους, Ντάνιελ Τζέιμς Χερν[30][σημ. 2]. Ο Λευκάδιος είχε αφεθεί στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν.
    Ο Τσαρλς Χερν υπέβαλε αίτηση να ακυρωθεί ο γάμος με τη Ρόζα, στηριζόμενος στην απουσία της υπογραφής της από το γαμήλιο συμβόλαιο, πράγμα που τον καθιστούσε άκυρο, σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο. Όταν πληροφορήθηκε την ακύρωση η Ρόζα παντρεύτηκε αμέσως τον Τζιοβάνι Καβαλίνι, Έλληνα πολίτη ιταλικής καταγωγής, που αργότερα διορίστηκε από τους Βρετανούς κυβερνήτης των Αντικυθήρων. Ο Καβαλίνι έθεσε ως προϋπόθεση του γάμου να παραδώσει την επιμέλεια και του Λευκάδιου και του Τζέιμς. Έτσι ο Τζέιμς στάλθηκε στον πατέρα του στο Δουβλίνο και ο Λευκάδιος παρέμεινε υπό τη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν (η Μπρέναν είχε αποκληρώσει τον Τσαρλς λόγω της ακύρωσης του γάμου). Ούτε ο Λευκάδιος ούτε ο Τζέιμς ξαναείδαν ποτέ τη μητέρα τους, που απέκτησε τέσσερα παιδιά από τον δεύτερο σύζυγό της. Η Ρόζα τελικά εισήχθη στο Δημόσιο Ψυχιατρείο-Άσυλο στην Κέρκυρα, όπου πέθανε το 1882[31].
    Ο Τσαρλς Χερν, που είχε αφήσει τον Λευκάδιο στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν τα τελευταία τέσσερα χρόνια, την όρισε τώρα μόνιμη κηδεμόνα του. Παντρεύτηκε την παιδική του αγάπη Αλίσια Γκόσλιν, τον Ιούλιο του 1857, και έφυγε με τη νέα του σύζυγο για απόσπαση στο Σεκουντεραμπάντ της Ινδίας, όπου απέκτησαν τρεις κόρες πριν τον θάνατο της Αλίσια το 1861. Ο Λευκάδιος δεν ξαναείδε ποτέ τον πατέρα του: o Tσαρλς Χερν πέθανε από ελονοσία στον Κόλπο του Σουέζ το 1866[32].
    Το 1857, σε ηλικία επτά ετών, και παρά το γεγονός ότι και οι δύο γονείς του ζούσαν ακόμη, ο Χερν έγινε μόνιμα κηδεμονευόμενος της γιαγιάς-θείας του Σάρας Μπρέναν που μοίραζε τη διαμονή της μεταξύ του Δουβλίνου τους χειμερινούς μήνες, του κτήματος του συζύγου της στο Τράμορ στις ακτές της Νότιας Ιρλανδίας και μιας κατοικίας στο Μπάνγκορ της Βόρειας Ουαλλίας. Η Μπρέναν απασχολούσε επίσης ένα δάσκαλο κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, για να παρέχει τη βασική εκπαίδευση και τα βασικά στοιχεία του καθολικού δόγματος. Ο Χερν άρχισε να εξερευνά τη βιβλιοθήκη της Μπρέναν και να διαβάζει πολύ ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα μυθολογία[33].

    Ο Λευκάδιος Χερν σε ηλικία δεκαέξι ετών (1866), λίγο μετά το ατύχημα που του στοίχισε την όραση από το αριστερό του μάτι.

    Καθολική εκπαίδευση στη Γαλλία και την Αγγλία· εγκατάλειψηΕπεξεργασία

    Το 1861 η θεία του Χερν, γνωρίζοντας ότι ο Χερν απομακρυνόταν από τον καθολικισμό και με την παρότρυνση του Χένρι Χερν Μολινέ, συγγενούς του τελευταίου συζύγου της και μακρινού ξάδερφου του Χερν, τον ενέγραψε στο Εκκλησιαστικό Ινστιτούτο, καθολική εκκλησιαστική σχολή στο Υβετό (Yvetot) της Γαλλίας. Οι εμπειρίες του Χερν στη σχολή επιβεβαίωσαν την ισόβια πεποίθησή του ότι η χριστιανική εκπαίδευση αποτελείτο από «συμβατική βαρεμάρα και ασχήμια και βρώμικη αυστηρότητα και μούτρα και ιησουιτισμό και φοβερή στρέβλωση των παιδικών εγκεφάλων»[34]. Ο Χερν έμαθε άπταιστα Γαλλικά και θα μετέφραζε αργότερα στα Αγγλικά τα έργα του Γκυ ντε Μωπασσάν, που συμπτωματικά φοίτησε στη σχολή αμέσως μετά την αποχώρηση του Χερν.
    Το 1863, πάλι με υπόδειξη του Μολινέ, ο Χερν ενεγράφη στο Σεντ Κάθμπερτς Κόλετζ στο Άσοου (St Cuthbert's College, Ushaw), καθολική θεολογική σχολή, το σημερινό Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στη βορειοανατολική Αγγλία. Στο περιβάλλον αυτό ο Χερν υιοθέτησε το παρατσούκλι Πάντι, για να προσαρμοσθεί καλύτερα, και ήταν ο πρώτος μαθητής στην αγγλική έκθεση επί τρία χρόνια[35]. Σε ηλικία δεκαέξι ετών, στο Άσοου, ο Χερν τραυμάτισε το αριστερό του μάτι από ατύχημα στην αυλή του σχολείου. Το μάτι μολύνθηκε και, παρά τις επισκέψεις σε ειδικούς στο Δουβλίνο και στο Λονδίνο και ένα χρόνο αναρρωτικής απουσίας από το σχολείο, τυφλώθηκε. Ο Χερν είχε επίσης αυξημένη μυωπία, έτσι ο τραυματισμός του τον άφησε με μόνιμα μειωμένη όραση, αναγκάζοντάς τον να μεταφέρει ένα μεγεθυντικό φακό για κοντινή εργασία και ένα τηλεσκόπιο τσέπης για να βλέπει οτιδήποτε σε μη κοντινή απόσταση (ο Χερν απέφευγε τα γυαλιά, πιστεύοντας ότι σταδιακά θα αδυνάτιζαν περισσότερο την όρασή του). Η ίριδα ήταν μόνιμα ξεθωριασμένη και έκανε τον Χερν νευρικό για την εμφάνισή του για το υπόλοιπο της ζωής του, κάνοντάς τον να καλύπτει το αριστερό του μάτι όταν συνομιλούσε και να ποζάρει για φωτογραφίες προφίλ, ώστε να μη φαίνεται το αριστερό του μάτι[36].
    Το 1867 ο Χένρι Μολινέ, που είχε γίνει οικονομικός διαχειριστής της Σάρας Μπρέναν, χρεοκόπησε μαζί της. Δεν υπήρχαν χρήματα για δίδακτρα και ο Χερν εστάλη στο Ηστ Εντ του Λονδίνου να ζήσει με την πρώην υπηρέτρια της Μπρέναν. Αυτή και ο σύζυγός της δεν είχαν χρόνο ή χρήματα για τον Χερν, που περιφερόταν στους δρόμους, περνούσε την ώρα του σε πτωχοκομεία και γενικά ζούσε ξεριζωμένος άσκοπα. Κυριότερες πνευματικές του δραστηριότητες αποτελούσαν επισκέψεις σε βιβλιοθήκες και στο Βρετανικό Μουσείο[37].

    Αμερική (1869-1890)Επεξεργασία

    Κανένας Αμερικανός συγγραφέας του δέκατου ένατου αιώνα δεν έζησε πιο παράξενη ζωή[38].

    Μετανάστευση στο ΣινσινάτιΕπεξεργασία

    Το 1869 ο Χένρι Μολινέ είχε ανακτήσει κάποια οικονομική σταθερότητα και η Μπρέναν, στα 75 της, ήταν ανάπηρη. Αποφασίζοντας να σταματήσει να ξοδεύει για τον δεκαεννιάχρονο Χερν, αγόρασε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη και έδωσε οδηγίες στον Χερν να πάει στο Σινσινάτι, να βρει την αδελφή του Μολινέ και τον σύζυγό της, Τόμας Κάλιναν, και να έχει τη βοήθειά τους για να ζήσει. Οταν συναντήθηκε με τον Χερν στο Σινσινάτι, η οικογένεια δεν είχε πολλά να του δώσει. Ο Κάλιναν του έδωσε 5 δολάρια και του ευχήθηκε καλή τύχη. Όπως θα έγραφε αργότερα ο Χερν «Πετάχτηκα για να αρχίσω τη ζωή μου άφραγκος στο πεζοδρόμιο μιας αμερικανικής πόλης».

    Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Ye Giglampzσατιρικού περιοδικού που εκδόθηκε το 1874 από τον Λευκάδιο Χερν και τον Χένρι Φάρνι[21].
    Για κάποιο διάστημα ήταν εξαθλιωμένος, ζούσε σε στάβλους ή αποθήκες σε αντάλλαγμα για χαμαλοδουλειές. Τελικά έγινε φίλος με τον Άγγλο τυπογράφο και κοινοτιστή Χένρι Γουότκιν, που τον απασχόλησε στο τυπογραφείο του, τον βοήθησε να βρει διάφορες δουλειές του ποδαριού, του δάνειζε βιβλία από τη βιβλιοθήκη του, περιλαμβανομένων των ουτοπιστών ΦουριέΝτίξον και Νόις, και του έδωσε ένα παρατσούκλι, που του κόλλησε για το υπόλοιπο της ζωής του, Το Κοράκι, από το ποίημα του Πόε. Ο Χερν σύχναζε επίσης στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι, που εκείνη την εποχή είχε περίπου 50.000 τόμους. Την άνοιξη του 1871 μια επιστολή από τον Χένρι Μολινέ τον πληροφόρησε για το θάνατο της Σάρας Μπρέναν και τον ορισμό του Μολινέ ως μοναδικού εκτελεστή της διαθήκης. Αν και η Μπρέναν τον είχε ορίσει ως δικαιούχο μιας ετήσιας προσόδου όταν έγινε κηδεμόνας του, ο Χερν δεν πήρε τίποτα από την περιουσία και δεν ξαναείχε ποτέ νέα από τον Μολινέ[39].
    Δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό έργοΕπεξεργασία
    Με τη δύναμη του ταλέντου του ως συγγραφέα, ο Χερν έπιασε δουλειά ως δημοσιογράφος στο The Cincinnati Enquirer, εργαζόμενος για την εφημερίδα από το 1872 ως το 1875[40]. Γράφοντας με δημιουργική ελευθερία σε μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Σινσινάτι, έγινε γνωστός για τις μακάβριες περιγραφές τοπικών φόνων, καλλιεργώντας τη φήμη του κορυφαίου συγκλονιστικού δημοσιογράφου της εφημερίδας, καθώς και του συγγραφέα των ευαίσθητων περιγραφών μερικών από τα μειονεκτούντα άτομα του Σινσινάτι[41]. Αφότου μία από τις ιστορίες του φόνων, ο Φόνος του Τάνιαρντ, είχε διαρκέσει επί μήνες το 1874, ο Χερν εδραίωσε τη φήμη του ως ο τολμηρότερος δημοσιογράφος του Σινσινάτι και το Enquirer αύξησε το μισθό του από 10 σε 25 δολάρια τη βδομάδα[42].
    Η Βιβλιοθήκη της Αμερικής (μη κερδοσκοπικός εκδότης αμερικάνικης λογοτεχνίας) επέλεξε μία από αυτές τις περιγραφές φόνων, το Gibbeted, για να τη συμπεριλάβει στην ανασκόπηση δύο αιώνων Αμερικανικού Αληθινού Εγκλήματος, το 2008.
    Το 1874 ο Χερν και ο νεαρός Χένρι Φάρνι (1847-1916, γεννημένος στη Γαλλίαζωγράφος και εικονογράφος), αργότερα διάσημος ζωγράφος της Αμερικάνικης Δύσης[43], έγραψαν, εικονογράφησαν και εξέδωσαν ένα οχτασέλιδο εβδομαδιαίο περιοδικό τέχνηςλογοτεχνίας και σάτιρας με τον τίτλο Ye Giglampz. Το έργο θεωρήθηκε από ένα κριτικό του εικοστού αιώνα «Ίσως το συναρπαστικότερο έργο διαρκείας που ανέλαβε ο Χερν»[43].
    Η Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι ανατύπωσε ένα αντίγραφο των εννέα συνολικά τευχών το 1983[44].
    Πρώτος γάμος, διαζύγιο και απόλυση από το EnquirerΕπεξεργασία
    Στις 14 Ιουνίου 1874 ο Χερν, 24 ετών, παντρεύτηκε την Αλίθια (Μάτι) Φόλεϊ, μια εικοσάχρονη Αφροαμερικανίδα, πράξη που παραβίαζε τον νόμο του Οχάιο κατά της επιμειξίας, την εποχή εκείνη. Τον Αύγουστο του 1875, ανταποκρινόμενο σε παράπονα του τοπικού κλήρου για τις αντιθρησκευτικές του απόψεις και σε πίεση πολιτικών του τόπου, προσβεβλημένων από μερικά σατιρικά του κείμενα στο Ye Giglampz, το Enquirer τον απέλυσε, επικαλούμενο ως αιτία τον παράνομο γάμο του. Έπιασε δουλειά στην αντίπαλη εφημερίδα The Cincinnati Commercial[45]. Το Enquirer προσφέρθηκε να τον ξαναπροσλάβει όταν οι ιστορίες του άρχισαν να εμφανίζονται στο Commercial και η κυκλοφορία του άρχισε να αυξάνεται, αλλά ο Χερν, εξοργισμένος από τη συμπεριφορά της εφημερίδας, αρνήθηκε. Ο Χερν και η Φόλεϊ χώρισαν, αλλά προσπάθησαν αρκετές φορές να τα ξαναβρούν πριν πάρουν διαζύγιο το 1877. Η Φόλεϊ ξαναπαντρεύτηκε το 1880.
    Ενώ εργαζόταν για το Commercial ο Χερν δέχθηκε να μεταφερθεί στην κορυφή του ψηλότερου κτιρίου του Σινσινάτι, στην πλάτη ενός επισκευαστή καμπαναριών, του Τζόζεφ Ροντρίγκεζ Γουέστον, και έγραψε μια μισοτρομακτική, μισοκωμική περιγραφή της εμπειρίας του. Την ίδια επίσης εποχή ο Χερν έγραψε μια σειρά περιγραφές των συνοικιών Μπακτάουν και Λίβι του Σινσινάτι «... μια από τις λίγες εικόνες που έχουμε της ζωής των μαύρων σε μια μεθοριακή πόλη την περίοδο μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο»[46]. Κατέγραψε επίσης αμέτρητους στίχους τραγουδιών που άκουσε να τραγουδούν μαύροι μουσικοί της εποχής[47].

    Νέα ΟρλεάνηΕπεξεργασία

    Το φθινόπωρο του 1877, πρόσφατα διαζευγμένος από τη Μάτι Φόλεϊ και ανήσυχος, ο Χερν είχε αρχίσει να παραμελεί τη δουλειά του στην εφημερίδα για να μεταφράζει στα Αγγλικά έργα του Γάλλου συγγραφέα Γκωτιέ. Απογοητευόταν επίσης όλο και περισσότερο από το Σινσινάτι, γράφοντας στο Χένρι Γουότκιν, «Είναι ώρα να φεύγεις από το Σινσινάτι, όταν αρχίζουν να το αποκαλούν Παρίσι της Αμερικής». Με την υποστήριξη του Γουότκιν και του εκδότη του Cincinnati Commercial Μίρατ Χάλστεντ ο Χερν έφυγε από το Σινσινάτι για τη Νέα Ορλεάνη, όπου αρχικά έγραψε ανταποκρίσεις για το Commercial στη στήλη Gateway to the Tropics[48].

    Μία από τις περίπου διακόσιες ξυλογραφίες που φιλοτέχνησε ο Λευκάδιος Χερν στη Νέα Ορλεάνη για την εφημερίδα Daily City Item.
    Ο Χερν έζησε στη Νέα Ορλεάνη για μια σχεδόν δεκαετία, γράφοντας πρώτα για την εφημερίδα Daily City Item, αρχίζοντας τον Ιούνιο του 1878 και αργότερα για τον Times Democrat. Καθώς το Item ήταν μια τετρασέλιδη έκδοση, το συντακτικό έργο του Χερν άλλαξε θεαματικά τον χαρακτήρα της εφημερίδας. Ξεκίνησε στο Item ως συντάκτης ειδήσεων και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε κριτικές βιβλίων του Φράνσις Μπρετ Χαρτ και του Εμίλ Ζολά, περιλήψεις κομματιών σε εθνικά περιοδικά όπως το Harper’s και δημοσιογραφικά άρθρα εισαγωγικά βουδιστικών και σανσκριτικών κειμένων. Ως συντάκτης ο Χερν δημιούργησε και δημοσίευσε σχεδόν διακόσια χαρακτικά από την καθημερινή ζωή και τους ανθρώπους της Νέας Ορλεάνης, καθιστώντας το Item την πρώτη εφημερίδα του Νότου που εισήγαγε σκίτσα και της έδωσε άμεση κυκλοφοριακή ώθηση[49]. Ο Χερν σταμάτησε να σκαλίζει τις ξυλογραφίες μετά από έξι μήνες, όταν διαπίστωσε ότι η καταπόνηση ήταν πολύ μεγάλη για το μάτι του[50].

    Το εξώφυλλο του βιβλίου του Λευκάδιου Χερν Η Κρεολική Κουζίνα (1885).
    Στα τέλη του 1881 ο Χερν πήρε μια θέση συντάκτη στον Times Democrat της Νέας Ορλεάνης και εργαζόταν μεταφράζοντας άρθρα από γαλλικές και ισπανικές εφημερίδες, καθώς και γράφοντας άρθρα και κριτικές για θέματα της επιλογής του. Συνέχισε επίσης το μεταφραστικό έργο του Γάλλων συγγραφέων στα Αγγλικά: του Ζεράρ ντε Νερβάλ, του Ανατόλ Φρανς και ιδιαίτερα του Πιέρ Λοτί, συγγραφέα που επηρέασε το συγγραφικό ύφος του ίδιου του Χερν[51][52].
    Ο Χερν δημοσίευσε επίσης στο Harper's Weekly το πρώτο γνωστο άρθρο (1883) για τους Φιλιππινέζους στις Ηνωμένες Πολιτείες, τους Μανίλαμεν ή Ταγκάλογκ, ένα από τα χωριά των οποίων είχε επισκεφθεί στο Σαιν Μαλό της Λουϊζιάνα[53].
    Ο τεράστιος αριθμός των κειμένων του για τη Νέα Ορλεάνη και τα περίχωρά της, πολλά από τα οποία δεν έχουν συγκεντρωθεί, αφορούν, μεταξύ άλλων, τον κρεολικό πληθυσμό της πόλης και την ιδιαίτερη κουζίνα του, τη Γαλλική Όπερα, το Βουντού της Λουϊζιάνα και τη Μαύρη Μουσική[54].
    Τα κείμενα του Χερν για εθνικές εκδόσεις, όπως τα Harper's Weekly και Scribner's Magazine, βοήθησαν στη δημιουργία της φήμης της Νέας Ορλεάνης ως μιας πόλης με ξεχωριστή κουλτούρα, που έμοιαζε περισσότερο με εκείνη της Ευρώπης και της Καραϊβικής παρά με εκείνη της Βόρειας Αμερικής.
    Ο Χερν έγραφε ενθουσιωδώς για τη Νέα Ορλεάνη, αλλά έγραφε επίσης και για την παρακμή της πόλης, «μια νεκρή νύφη στεφανωμένη με άνθη πορτοκαλιάς»[55].
    Τα κείμενα του Χερν για τις εφημερίδες της Νέας Ορλεάνης περιελάμβαναν ιμπρεσσιονιστικές περιγραφές τόπων και χαρακτήρων και πολλά άρθρα που κατήγγειλλαν την πολιτική διαφθορά, την εγκληματικότητα στους δρόμους, τη βία, τη μισαλλοδοξία και τις αποτυχίες των υπεύθυνων της δημόσιας παιδείας και υγείας[41]. Παρά το γεγονός ότι πιστώνεται με την «εφεύρεση» της Νέας Ορλεάνης ως τόπου εξωτικού και μυστηριώδους, οι νεκρολογίες του των ηγετών του βουντού Μαρί Λεβό και Δρ. Τζον Μοντενέ ήταν πραγματιστικές και απομυθοποιητικές. Συλλογές κειμένων του Χερν για τη Νέα Ορλεάνη έχουν συγκεντρωθεί και δημοσιευθεί σε πολλά έργα, αρχίζοντας με τα Κρεολικά Σκίτσα το 1924[21] και πιο πρόσφατα (2001) στο Εφευρίσκοντας τη Νέα Ορλεάνη: Κείμενα του Λευκάδιου Χερν[22].

    Το πρώην σπίτι του Λευκάδιου Χερν στη Λεωφόρο Κλήβελαντ στη Νέα Ορλεάνη διατηρείται ως καταγεγραμμένο ιστορικό αξιοθέατο[56].
    Τα γνωστότερα βιβλία του Χερν στη Λουϊζιάνα είναι[57]:
    • Gombo zhèbes: Μικρό λεξικό κρεολικών παροιμιών (1885).
    • Η Κρεολική Κουζίνα (1885), συλλογή συνταγών μαγειρικής από κορυφαίους σεφ και διάσημες Κρεολές νοικοκυρές, που συνέβαλαν να γίνει η Νέα Ορλεάνη διάσημη για την κουζίνα της.
    • Τσίτα: Μια Ανάμνηση του Χαμένου Νησιού (1889), μια νουβέλα βασισμένη στον τυφώνα του 1856, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο Harper's Monthly το 1888.
    Την εποχή που ζούσε εκεί ο Χερν ήταν ελάχιστα γνωστός, όπως ακόμη και σήμερα για τα γραπτά του για τη Νέα Ορλεάνη, εκτός από τους ντόπιους θιασώτες του πολιτισμού. Εντούτοις, από όσους έχουν ζήσει στη Νέα Ορλεάνη, μόνο για τον Λούις Άρμστρονγκ έχουν γραφτεί περισσότερα βιβλία από όσα για τον Χερν[58].

    Δύο χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές ΙνδίεςΕπεξεργασία

    Το Harper's έστειλε τον Χερν στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες ως ανταποκριτή το 1887[σημ. 3]. Πέρασε δύο χρόνια στη Μαρτινίκα και, εκτός από τα κείμενά του για το περιοδικό, έγραψε δύο βιβλία: Δυο Χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες και Γιούμα, η Ιστορία μιας Σκλάβας των Δυτικών Ινδιών[19], που δημοσιεύθηκαν το 1890[21].

    Ο Γιάκουμο Κοϊζούμι (Λευκάδιος Χερν) με τη δεύτερη σύζυγό του, Σέτσου Κοϊζούμι. Προτιμούσε πάντα να φωτογραφίζεται δεξί προφίλ, ώστε να μη φαίνεται το αριστερό του μάτι[36].

    Ιαπωνία (1890-1904)Επεξεργασία

    Καμιάς άλλης χώρας το πρόσωπο δε μοιάζει τόσο με την Ελλάδα όσο το πρόσωπο της Ιαπωνίας[σημ. 4].

    ΜατσούεΕπεξεργασία

    Το 1890 ο Χερν πήγε στην Ιαπωνία σε μια αποστολή ως ανταποκριτής εφημερίδας, που γρήγορα τερματίστηκε. Στην Ιαπωνία βρήκε όμως μια εστία και τη μεγαλύτερή του έμπνευση[63]. Με τη βοήθεια του Μπάζιλ Χολ Τσάμπερλεν (Άγγλου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο) ο Χερν απέκτησε μια θέση καθηγητή το καλοκαίρι του 1890 στη Νομαρχιακή Σχολή του Σιμάνε στο Ματσούε, πόλη της δυτικής Ιαπωνίας, στις ακτές της Ιαπωνικής Θάλασσας.
    Κατά τη δεκαπεντάμηνη διαμονή του στο Ματσούε ο Χερν παντρεύτηκε την Σέτσου Κοϊζούμι (1868-1932), κόρη μιας τοπικής οικογένειας σαμουράι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Κάζουο (1893-1965), τον Ιβάο (1897-1937), τον Κιγιόσι (1900-1962) και την Σουτζούκο (1903-1944)[64].
    Το Μουσείο Μνήμης Λευκάδιου Χερν και η παλιά του κατοικία είναι ακόμη δύο από τα δημοφιλέστερα τουριστικά αξιοθέατα του Ματσούε[61][65].

    Κουμαμότο και ΚόμπεΕπεξεργασία

    Στα τέλη του 1891 ο Χερν μετακόμισε στο Κουμαμότο του Κιούσου, όπου, με τη βοήθεια του Τσάμπερλεν, εξασφάλισε θέση καθηγητή στην Πέμπτη Ανώτερη Σχολή. Στο Κουμαμότο έζησε τα επόμενα τρία χρόνια και ολοκλήρωσε το πρώτο του βιβλίο για την Ιαπωνία, Ματιές στην Άγνωστη Ιαπωνία (1894)[21].
    Τον Οκτώβριο του 1894 προσλήφθηκε ως δημοσιογράφος στην αγγλόφωνη εφημερίδα The Kobe Chronicle[41] και μετακόμισε στο Κόμπε[66].

    ΤόκιοΕπεξεργασία

    Τον Ιανουάριο του 1896 ο Λευκάδιος Χερν πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας, παίρνοντας το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι, και τον Αύγουστο, με κάποια βοήθεια από τον Τσάμπερλεν, άρχισε να διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, εργασία που είχε μέχρι το 1903[66][67].
    Το 1904 ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Σιντζούκου στο Τόκιο.

    Ο τάφος του Λευκάδιου Χερν, στο νεκροταφείο Ζοσιγκάγια στο Τόκιο.
    Στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 54 ετών. Ο τάφος του είναι στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, στο Τοσίμα του Τόκιο[63].
    Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σορό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα. Μπροστά υπήρχαν τα βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελέυθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της. Ακολουθούσαν τα άτομα που κουβαλούσαν το φέρετρό του, πιο πίσω οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για τον νεκρό, ενώ την πομπή έκλειναν η οικογένεια και οι φίλοι του νεκρού. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο:
    Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο[68].

    ΈργοΕπεξεργασία

    ΆπανταΕπεξεργασία

    Οι πρώτες ανθολογίες από το δημοσιογραφικό έργο του Λευκάδιου Χερν στη Νέα Ορλεάνη, όλες μεταθανάτιες εκδόσεις, είναι:
    • Φύλλα από το Ημερολόγιο ενός Ιμπρεσιονιστή: Πρώιμα γραπτά του Λευκάδιου Χερν (Leaves from the Diary of an Impressionist: Εarly Writings by Lafcadio Hearn), 1911.
    • Φανταστικά και Άλλα Φανταχτερά (Fantastics and Other Fancies), 1914.
    • Κρεολικά Σκίτσα (Creole Sketches), 1924.
    Tα πρώτα βιβλία του, κατά την αμερικανική περίοδο της ζωής του, είναι[21]:
    • Σκόρπια Φύλλα από Παράξενες Λογοτεχνίες: Ιστορίες ανακατασκευασμένες από τα Anvari-Soheili, Baital Pachisi, Μαχαμπαράτα, Παντσατάντρα, Γκιουλιστάν, Ταλμούδ, Καλεβάλα, κ.λπ. (Stray Leaves from Strange Literature: Stories Reconstructed from the Anvari-Soheili, Baital Pachisi, Mahabharata, Pantchantra, Gulistan, Talmud, Kalewala, etc.), 1884.
    • Η Κρεολική Κουζίνα: Μια Συλλογή Συνταγών Μαγειρικής (La Cuisine Creole: A Collection of Culinary Recipes), 1885.
    • “Gombo Zhèbes”: Μικρό λεξικό κρεολικών παροιμιών, διαλεγμένων από έξι κρεολικές διαλέκτους (“Gombo Zhèbes”: Little Dictionary of Creole Proverbs, Selected from Six Creole Dialects), 1885.
    • Μερικά Κινεζικά Φαντάσματα (Some Chinese Ghosts), 1887.
    • Τσίτα: Μια Ανάμνηση του Χαμένου Νησιού, (Chita: A Memory of Last Island), 1889.
    • Γιούμα, η Ιστορία μιας Σκλάβας των Δυτικών Ινδιών (Youma, the Story of a West-Indian Slave), 1890.
    • Δυο Χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες (Two Years in the French West Indies), 1890.

    Πορτρέτο του Γιάκουμο Κοϊζούμι (Λευκάδιος Χερν) σε ηλικία περίπου 50 ετών (1900).
    Όλα τα βιβλία του Λευκάδιου Χερν στην Ιαπωνία γράφτηκαν στα Αγγλικά[69]. Αυτά είναι:
    • Ματιές στην Άγνωστη Ιαπωνία (Glimpses of Unfamiliar Japan), 1894.
    • Από την Ανατολή: Ονειροπολήσεις και σπουδές στη Νέα Ιαπωνία (Out of the East: Reveries and Studies in New Japan), 1895.
    • Κοκορό: Υπαινιγμοί και αντηχήσεις της ενδότερης ιαπωνικής ζωής (Kokoro: Hints and Echoes of Japanese Inner Life), 1896.
    • Βουδιστικά Σταχυολογήματα: Σπουδές του χεριού και της ψυχής στην Άπω Ανατολή (Gleanings in Buddha-Fields: Studies of Hand and Soul in the Far East), 1897.
    • Εξωτικά και Αναδρομικά (Exotics and Retrospectives), 1898.
    • Στην Ιαπωνία των Φαντασμάτων (In Ghostly Japan), 1899.
    • Σκιές (Shadowings), 1900.
    • Ιαπωνικά Ανάλεκτα (Japanese Miscellany), 1901.
    • Κοττό: Παράξενα και πολύτιμα της Ιαπωνίας σκεπασμένα με ιστούς αράχνης (Kottó: Being Japanese Curios, with Sundry Cobwebs), 1902.
    • Καϊντάν: Ιστορίες και σπουδές παράξενων πραγμάτων (Kwaidan: Stories and Studies of Strange Things), 1904.
    • Ιαπωνία: Μια Απόπειρα Ερμηνείας (Japan: An Attempt at Interpretation), 1904.
    Αποσπάσματα των πιο πάνω έργων με τον συγκεντρωτικό τίτλο Η χώρα των χρυσανθέμων εκδόθηκαν σε μετάφραση Γιώργου Καλαμαντή από τις εκδόσεις "Κέδρος" (1998)
    Ένα χρόνο μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε η πρώτη ανθολογία αδημοσίευτων ή μη ανθολογημένων, σε προηγούμενο βιβλίο του, κειμένων του:
    • Το Ρομάντζο του Γαλαξία: Και άλλες μελέτες & ιστορίες (The Romance of the Milky Way: Αnd Other Studies & Stories), 1905.
    Εξαιρουμένης της συλλογής των κρεολικών συνταγών και του λεξικού των κρεολικών παροιμιών, τα είκοσι προηγούμενα βιβλία αποτέλεσαν τους δώδεκα πρώτους τόμους των απάντων του Λευκάδιου Χερν, συνολικά δεκαέξι τόμοι, τα οποία εκδόθηκαν το 1922 σε επιμέλεια Ελίζαμπεθ Μπάιλαντ[70]. Οι τελευταίοι τέσσερεις τόμοι περιέχουν την αλληλογραφία και μία βιογραφία του Λευκάδιου Χερν. Το 2014 κυκλοφόρησαν τρεις τόμοι με έργα του Λευκάδιου Χερν για πρώτη φορά στα ελληνικά, από το "Παγκόσμιο Ταμείο Κυθηραϊκής Κληρονομιάς".

    ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    Ο Λευκάδιος Χερν υπήρξε ένας από τους πρώτους, και πιο αξιοσέβαστους, μεταφραστές γαλλικής λογοτεχνίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, μεταφράζοντας έργα των Θεόφιλου ΓκωτιέΑνατόλ ΦρανςΓκυστάβ ΦλωμπέρΓκυ ντε ΜωπασσάνΠιέρ ΛοτίΕμίλ Ζολά κ.ά[52], ενώ συγκαταλέγεται και ανάμεσα στους πρώτους αξιόλογους μεταφραστές του ιαπωνικού λογοτεχνικού είδους χαϊκού[σημ. 5] στα Αγγλικά[71].

    Κριτική, αποδοχή, επίδρασηΕπεξεργασία

    Στα τέλη του 19ου αιώνα η Ιαπωνία ήταν ακόμη σε μεγάλο βαθμό άγνωστη και εξωτική για τους Δυτικούς. Εντούτοις, με την εισαγωγή της ιαπωνικής αισθητικής, ιδιαίτερα με την Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι το 1900, το ιαπωνικό στιλ έγινε μόδα στις Δυτικές χώρες. Ετσι ο Χερν έγινε γνωστός παγκόσμια από τα κείμενά του που αφορούσαν την Ιαπωνία. Τα επόμενα χρόνια μερικοί κριτικοί θα κατηγορούσαν τον Χερν για εξιδανίκευση και εξωτικοποίηση της Ιαπωνίας[18][72], αλλά το έργο του έχει ιστορική αξία, γιατί προσέφερε στη Δύση μερικές από τις πρώτες προβιομηχανικές περιγραφές της Ιαπωνίας της Περιόδου Μεϊγί (1868-1912)[19][73].

    Το εσωτερικό της οικίας του Λευκάδιου Χερν, κατά το έτος 1891, στο Ματσούε, η οποία διατηρείται στην Ιαπωνία ως ιστορικό αξιοθέατο.
    Ο Ιάπωνας ποιητής Γιόνε Νογκούτσι (1875-1947) είχε δηλώσει για τον Χερν: Το ελληνικό του ταμπεραμέντο και η γαλλική του κουλτούρα πάγωσαν όπως ένα λουλούδι στον Βορρά[74].
    Στο μυθιστόρημα του Ίαν Φλέμινγκ του 1964 Ζεις Μονάχα Δυο Φορές, ο Τζέιμς Μποντ αντιτάσσει στο περί νέμεσης σχόλιο του Μπλόφελντ «Έχεις ποτέ ακούσει τη γιαπωνέζικη έκφραση “κιρισούτε γκομέν”;» την απάντηση «Άσε τον Λευκάδιο Χερν, Μπλόφελντ».
    Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Μασάκι Κομπαγιάσι διασκεύασε τέσσερεις ιστορίες του Χερν στην κινηματογραφική ταινία του (1965) Καϊντάν (Ιστορίες Φαντασμάτων)[75].
    Η ζωή και το έργο του Χερν παρουσιάστηκαν στο Όνειρο Καλοκαιρινής Μέραςθεατρικό έργο που περιόδευσε στην Ιρλανδία τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2005, που ανέβηκε από την Θεατρική Εταιρεία Αφηγητών Παραμυθιών και σκηνοθετήθηκε από τον Λίαμ Χάλιγκαν. Είναι λεπτομερειακή δραματοποίηση της ζωής του Χερν, περιλαμβανομένων τεσσάρων του ιστοριών φαντασμάτων.

    ΜουσείαΕπεξεργασία


    To Πάρκο Λευκάδιου Χερν στο Σιντζούκου στο Τόκιο.
    Το πρώτο μουσείο στον ευρωπαϊκό χώρο για τον Λευκάδιο Χερν εγκαινιάσθηκε ως Ιστορικό Κέντρο Λευκάδιου Χερν στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας, στις 4 Ιουλίου 2014[76]. Το Μουσείο περιλαμβάνει πρώτες εκδόσεις, σπάνια βιβλία και ιαπωνικά συλλεκτικά αντικείμενα. Στεγάζεται σε ανακαινισμένη αίθουσα στο ισόγειο του κτιρίου του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Λευκάδας. Ο επισκέπτης με τη βοήθεια φωτογραφιών, κειμένων, εκθεμάτων μπορεί να περιηγηθεί στις σημαντικές στιγμές της εντυπωσιακής ζωής του Λευκάδιου Χερν, αλλά και στους πολιτισμούς της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ιαπωνίας του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα μέσα από το ανοιχτό μυαλό των διαλέξεων, των κειμένων και των ιστοριών του Χερν. Για τη δημιουργία του Ιστορικού Κέντρου Λευκάδιου Χερν συνέβαλαν οι Δήμοι Κουμαμότο, Ματσούε, Σιντζούκου, Γιαϊζού, το Πανεπιστήμιο Τογιάμα, η οικογένεια Κοϊζούμι και άλλοι από Ελλάδα και Ιαπωνία[77]. Στην τελετή παραβρεθήκαν ο Πρέσβης της Ιαπωνίας, ο μορφωτικός ακόλουθος της Ιρλανδικής Πρεσβείας, ο δισέγγονος του Λευκάδιου Χερν, Μπον Κοϊζούμι και η σύζυγός του Σόκο, ο διευθυντής του Αμερικάνικου Κολλεγίου και ο διεθνούς φήμης γλύπτης Μασαάκι Νόντα, το γλυπτό του οποίου κοσμεί τον χώρο του Πνευματικού Κέντρου[74].
    Υπάρχει επίσης ένα πολιτιστικό κέντρο με το όνομα του Χερν στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στη βορειοανατολική Αγγλία.
    Στην Ιαπωνία τρία κύρια μουσεία για τον Λευκάδιο Χερν βρίσκονται στο Ματσούε, στο Κουμαμότο και στο Γιαϊζού[78].

    ΣημειώσειςΕπεξεργασία

    1.  Το ιαπωνικό όνομα του Λευκάδιου Χερν, Γιάκουμο Κοϊζούμι, σημαίνει «εκεί όπου γεννιούνται τα σύννεφα»[14][15][16].
    2.  Στο YouTube μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα ιαπωνικό ντοκιμαντέρ που μετέδωσε το NHK το 1994 για τη ζωή και το έργο του Λευκάδιου Χερν, δημοσιευμένο από τον Μπράντφορντ Χερν, δισέγγονο του αδελφού του Λευκάδιου Χερν, Ντάνιελ Τζέιμς Χερν[30]Japanese language documentary on Lafcadio Hearn.
    3.  Την ίδια χρονιά, το 1887, βρισκόταν στη Μαρτινίκα και ο Πωλ Γκωγκέν, δίχως όμως οι δύο μεγάλοι καλλιτέχνες να συναντηθούν[59][60].
    4.  Και ο δισέγγονος του Λευκάδιου Χερν, Μπον Κοϊζούμι, σε διάφορες ευκαιρίες έχει μιλήσει για τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στο Ματσούε και τη Λευκάδα[61].
    5.  Ο Λευκάδιος Χερν, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι σύγχρονοί του, αποκαλούσε τα χαϊκού χόκκου, διότι ακόμη δεν είχε ευρέως διαδοθεί η αυτονομία του νέου λογοτεχνικού είδους, που περίπου εκείνη την εποχή συντελείτο από τον Ιάπωνα ποιητή Μασαόκα Σίκι (1867-1902)[71].