Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης (Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 – Σκιάθος, 3
Ιανουαρίου 1911),
Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν
Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος,
ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα
τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπῆγα εἰς τὸ
Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς
Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν
Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’
ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἶτα ἔγραφα
στίχους, καὶ ἐδοκίμαζα νὰ συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα.
Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη Ἡ Μετανάστις ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν Σωτῆρα. Τῷ 1882
ἐδημοσιεύθη Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν εἰς τὸ Μὴ χάνεσαι. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ
ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδας.
Ντελησυφέρω
Πῶς ἐβιάσθη κ᾽ ἐσήμαινε
τόσον ἐνωρίς, ὁ παπα-Μανωλὴς ὁ Σιρέτης, τὴν ἀκολουθίαν τῶν Χριστουγέννων; Ἢ
ὕπνον δὲν θὰ εἶχε, ἢ τ᾽ ὡρολόγι του εἶχε σταματήσει, ἢ τὸ ξυπνητήρι του τὸν
ἐγέλασε. Ἄλλες χρονιὲς ἡ καμπάνα ἐβαροῦσε τέσσερες ὧρες νὰ φέξῃ, τώρα ἐχτύπησε
βαθιὰ τὰ μεσάνυχτα. Κ᾽ ἡ θεια-Μαριὼ ἡ Χρήσταινα, ἡ κοινῶς λεγομένη Ντελησυφέρω, μόλις
εἶχε κλείσει τ᾽ ὄμμα εἰς ἐλαφρὸν ὕπνον, καὶ ἀμέσως τὴν ἐξύπνησε τῶν κωδώνων ἡ
χαρμόσυνος κλαγγή. Κι αὐτὴ ὁποὺ τὶς ἄλλες χρονιὲς ἦτον ἐπὶ ποδὸς μίαν ὥραν
ἀρχύτερα, πρὶν σημάνῃ, στολισμένη κ᾽ ἕτοιμη, διὰ νὰ πάῃ μὲ τὴν ὥραν της νὰ
πιάσῃ καὶ τὸ στασίδι της, εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν ἡλικιωμένων γυναικῶν ―τὸ ὁποῖον
εὑρίσκετο χωριστὰ ἀπὸ τὸν ἀνώγειον γυναικωνίτην, εἰς τὸ ἐπίπεδον τοῦ ναοῦ, κατὰ
τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν―, τώρα μόλις θὰ ἐπρόφθανε νὰ ἐνδυθῇ καὶ νὰ ἑτοιμασθῇ
καὶ θὰ ἔτρεχε μὲ βίαν, μήπως προλάβῃ καμμία ἄλλη, ἀπὸ ἐκείνας ποὺ πηγαίνουν εἰς
τὴν ἐκκλησίαν δύο φορὲς τὸν χρόνον, διὰ νὰ δείξουν τὰ στολίδια τους, καὶ τῆς
πάρῃ μὲ ἀδιακρισίαν τὸ στασίδι της.
Ἐσηκώθη, ἐνδύθη κ᾽ ἐστολίσθη,
κ᾽ ἐφόρεσε τὴν μακρὰν μεταξωτὴν μανδήλαν της· ἐσήκωσε τὸν μικρὸν ἔγγονόν της,
τὸν ἔνιψε, τὸν ἐστόλισε, ἄφησε τὴν νύμφην της, τὴν χήραν, νὰ κοιμᾶται μαζὶ μὲ
τὸ μικρὸν κοράσιόν της, ἄναψε τὸ φαναράκι της κ᾽ ἐξῆλθε, συνοδευομένη ἀπὸ τὸν
ἔγγονόν της. Κ᾽ εἶχε δίκαιον ν᾽ ἀνησυχῇ διὰ τὸ στασίδι, διότι οἱ περισσότερες,
οἱ τωρινές, εἶναι βιλάνες, σοῦσες-μαροῦσες, ἀναφάνταλες, ἀστάνευτες. Δὲν ξέρει
καθεμιὰ τὴν ἀράδα της. Αὐτή, διὰ νὰ ξέρῃ καλὰ τὴν δική της καὶ νὰ προσπαθῇ μὲ
πάντα τρόπον νὰ τὴν φυλάξῃ, τῆς ἔβγαλαν κι αὐτὸ τὸ παρεγκώμι, καὶ τὴν εἶπαν
Ντελησυφέρω. Οἱ τωρινές, ἐνόμιζαν τάχα πὼς ἦτον «ντελήδισσα γιὰ τὸ συμφέρο της»
καὶ δὲν ἐνθυμοῦντο πλέον τὰ παραμύθια τῆς κυρούλας τους: «Κίνησ᾽ ὁ βασιλιὰς νὰ
πάῃ στὸ σεφέρι», ὁποὺ θὰ ᾽πῇ ἐκστρατεία, πόλεμος.
Καὶ τῷ ὄντι, μὲ τὸ ν᾽ ἀγαπᾷ
τὸν πόλεμον ἡ θεια-Μαριὼ ἡ Χρήσταινα, ἀπεδεικνύετο, χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρῃ
συμφωνοτάτη μὲ τὸν παλαιόν, ὅστις εἶπε: «Πόλεμος πάντων πατήρ». Πόλεμον εἰς
ὅλην τὴν γυναικείαν σφαῖράν της, πόλεμον καὶ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τὴν ἀνδρικὴν
ἀκόμη, ὅπου ἐχρειάσθη νὰ ἔχῃ μέγα φρόνημα καὶ θάρρος ἡ Χρήσταινα, χηρεύουσα
νέα, ἀναγκασμένη νὰ εἶναι καὶ πατέρας καὶ μάννα διὰ τὰ ὀρφανά της. Ἔπειτα, ὅταν
ὁ υἱός της ἀπέθανε καὶ τῆς ἄφησε δευτέραν ὀρφάνια, καὶ πάππος καὶ μάμμη διὰ τὰ
ἐγγόνια της. Πόλεμον εἰς τὴν οἰκίαν διὰ νὰ ἐπιβάλλῃ τὴν πειθαρχίαν εἰς τὰ τέκνα
της ἢ εἰς τὴν νύμφην της, ἢ εἰς τὰ τέκνα τῶν τέκνων της, πόλεμον εἰς τὴν αὐλὴν
καὶ εἰς τὸν δρόμον διὰ νὰ σωφρονίσῃ τὴν γειτόνισσαν ἥτις τὴν ἐνωχλοῦσε· πόλεμον
εἰς τὸν φοῦρνον διὰ τὰ ψωμιά, πόλεμον εἰς τὸν ἐλαιῶνα, μὲ τοὺς κακοὺς γείτονας·
πόλεμον εἰς τὴν ἀγορὰν μὲ τοὺς αἰσχροκερδεῖς καπήλους καὶ τοκογλύφους, πόλεμον
εἰς τὰ δημόσια γραφεῖα καὶ τ᾽ ἀρχεῖα μὲ τοὺς καταπιεστὰς ὑπαλλήλους καὶ
εἰσπράκτορας· πόλεμον εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τὸ στασίδι καὶ διὰ τὴν «ἀράδα της».
Ἦτον ὑψηλή, ἰσχνή, μελαψὴ
καὶ ρωμαλέα. Ἄνδρας εἰς τὴν ζωήν της θὰ εἶχε δείρει, κατὰ καιρούς, πέντε ἢ ἕξ·
ἕνα πλεονέκτην γείτονα εἰς τὰ κτήματά της, ἕνα μικρέμπορον ὁποὺ τῆς
«ἐπανώγραφε» τὰ ὀλίγα βερεσέδια της, ἕνα νέον χωροφύλακα, κ᾽ ἕνα εἰσπράκτορα
τοῦ δημοσίου, ὁποὺ τῆς ἐζήτει, καθὼς ἰσχυρίζετο αὐτή, δύο φορὲς τὸν ἴδιον
φόρον. Γυναῖκας εἶχε δείρει παραπολλὰς εἰς τὸν φοῦρνον καὶ εἰς ἕνα αὐλόγυρον,
ὅπου ἅπλωναν τὰ πλυμένα ροῦχα, καὶ εἰς τὴν ἐξοχήν, κι ἀλλοῦ, καὶ μίαν εἰς τὴν
ἐκκλησίαν.
Εὐτυχῶς, αὐτὴν τὴν φοράν,
ἐκείνη ἥτις εἶχε τολμήσει νὰ τῆς πάρῃ τὸ στασίδι της ―πρέπει νὰ ἦτον πολὺ
ἄπειρος, διότι ἄλλως δὲν θὰ ἐτόλμα νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὴν Ντελησυφέρω― ἴσως διότι τὸ
ἔκαμεν ἐξ ἀγνοίας, ἐφάνη λίαν ἐνδοτική· ἅμα εἶδε τὴν γραῖαν, μὲ τὴν μακρὰν
μεταξωτὴν μανδήλαν, καὶ τὸ βλοσυρὸν βλέμμα, νὰ ἐπέρχεται, ὡς θύελλα, κατ᾽
εὐθεῖαν πρὸς αὐτήν (μία γείτων κάτι τῆς ἐψιθύρισεν εἰς τὸ ὠτίον), ἐξῆλθε καὶ
παρεχώρησε τὴν θέσιν.
―Ἔλα, θεια-Μαργώ, εἶπεν·
ἐγὼ δὲν τό ᾽ξευρα, πλιό, πὼς ἦτον δικό σου τὸ στασίδι.
Καὶ τὸ ἐπεισόδιον ἔληξε
μετ᾽ ὀλίγους ψιθυρισμούς. Δὲν συνέβη, τὴν χρονιὰν ἐκείνην, οὔτε δάρσιμον, οὔτε
μαλλιοτράβηγμα εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν γηραιῶν γυναικῶν.
Εἰς τὴν ἀντικρινήν, τὴν
νοτιοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ναοῦ, ἐφαίνοντο μερικὰ πρόσωπα ἀνδρῶν νὰ μειδιοῦν, καὶ
ἄλλοι νὰ μορφάζουν. Κάτι ἄλλο συνέβαινε.
Δύο παράξενοι γέροι, ὁ
Νταραδῆμος, καὶ ὁ καπετὰν Γιῶργος ὁ Κονόμος, εἶχον τὴν μανίαν, ὁ μὲν πρῶτος ν᾽
ἀπαγγέλλῃ, μὲ φωνὴν ἀρκούντως ἀκουστήν, πρὶν νὰ τὰ εἴπῃ ἀκόμη ὁ παπὰς ἢ ὁ
ψάλτης ἢ ὁ διαβαστής, πότε ὡς νὰ ἐβοήθει τὸν ψάλτην μακρόθεν, ὅλα τὰ μέρη τῆς
ἀκολουθίας, τροπάρια, ψαλμούς, αἰτήσεις, ἐκφωνήσεις· ὁ δὲ δεύτερος νὰ δεικνύῃ
ὅτι δὲν ἀνέχεται τὴν μανίαν αὐτήν, καὶ νὰ τὴν σκώπτῃ καὶ νὰ τὴν χλευάζῃ. Ὁ
Νταραδῆμος, εἰς τὸ γωνιαῖον ἀκριβῶς στασίδι ἔλεγεν ὡς νὰ ἦτο ὑποβολεύς:
―«Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω·
ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου».
Καὶ ὁ προεστὼς τοῦ χοροῦ, εἰς τὸ γιουδέκι ἄνωθεν τοῦ δεσποτικοῦ, ἐπανελάμβανεν:
―«Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω».
Καὶ ὁ Κονόμος ὅστις εὑρίσκετο δύο ἢ τρία
στασίδια παρεμπρός, στρεφόμενος πρὸς τοὺς περὶ αὐτόν:
―Τ᾽ ἀκοῦτε, χριστιανοί;… τ᾽ ἀκούσατε; καὶ δὲν ξέραμε νὰ τὸν παίρναμε ἀποβραδὺς
στὰ σπίτια μας, νὰ μᾶς τὰ πῇ ὅλα!… θὰ γλυτώναμε ἀπ᾽ τὸν κόπο νὰ ᾽ρθοῦμε στὴν
ἐκκλησιά.
Καὶ οἱ χριστιανοὶ μετὰ δυσκολίας ἔπνιγον τοὺς γέλωτας.
Εἶτα πάλιν, ὅταν ὁ ψάλτης ἤρχισε:
―«Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…»
Ὁ Νταραδῆμος συνέψαλλε μαζί του, καὶ ὁ γερο-Κονόμος:
―Τὸν ἀκοῦτε, βρὲ παιδιά… ἀνόητοι ποὺ πᾶν καὶ κοπιάζουν γιὰ νὰ μάθουν ψαλτικά…
δὲν τὸν παίρνουν δάσκαλο, νὰ τοὺς μάθῃ τζάμπα!
Καὶ οἱ παρεστῶτες ἀκουσίως ἐμειδίων.
Ἀκολούθως, μίαν στιγμὴν πρὶν ὁ παπα-Μανωλὴς
νὰ ἐκφωνήσῃ: «Σὺ γὰρ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῆς εἰρήνης…», ὁ Νταραδῆμος ἀπήγγελλε: «Σὺ
γὰρ εἶ ὁ Βασιλεύς…»
Κι ὁ γερο-Κονόμος:
―Τ᾽ ἀκούσατε, χριστιανοί; Δυὸ λειτουργίες κάνουμε τώρα… Πᾶνε καὶ σκοτίζονται
καὶ πληρώνουν γιὰ νὰ γένουν παπάδες… δὲν βάζουν τὸν Νταραδῆμο, ποὺ εἶναι ὁ
ἴδιος καὶ παπὰς καὶ διάκος καὶ ψάλτης.
Μετὰ πέντε λεπτὰ κάποιος μικρὸς συγκλονισμὸς
ἐφάνη ἐντὸς τοῦ χοροῦ, μεταξὺ τοῦ κύκλου ὀλίγων μαγκῶν καὶ μαθητῶν τοῦ
Ἑλληνικοῦ σχολείου, οἵτινες περιεβόμβουν τὰ δύο ἀναλόγια. Ἐπρόκειτο νὰ
κανοναρχήσουν τὰς «προαιρέσεις». Τὸν εἱρμὸν τῆς θ´ ᾠδῆς, ὅστις τελειώνει εἰς
τὰς λέξεις «ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις, δίδου», ἄδηλον ἂν ὁ κὺρ Ἀναγνώστης τῆς
Εὐγενίτσας ἢ ὁ μπαρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ Παρθένης ἢ ἄλλος τις προγενέστερος αὐτοῦ,
τὸν ἡρμήνευσεν ὅτι ἐσήμαινε νὰ δίδωνται, χάριν τῆς ἡμέρας, προαιρετικὰ
φιλοδωρήματα εἰς τὸν κανονάρχον, καὶ εἶχεν εἰσαχθῆ ἔθιμον, ὅταν τὸ παιδίον τὸ
κανοναρχοῦν ἐτελείωνε τὸν στίχον ἐκεῖνον, νὰ περιέρχεται τεῖνον ἀνοικτὸν τὸ Μηναῖον,
πρὸς τοὺς προεστοὺς καὶ ἄλλους κατόχους τῶν στασιδίων, οἵτινες ἐφιλοτιμοῦντο νὰ
ρίπτωσιν ἐντὸς τοῦ βιβλίου ἀργυρᾶ κέρματα, τουρκικά, σπανίως κανὲν σβάντζικον,
διὰ ν᾽ «ἀσημώσουν» τὸν κανονάρχον.
Αὐτὴν τὴν νύκτα ἠθέλησεν ἐπιμόνως νὰ «πῇ τὰς
προαιρέσεις» ὁ γυιὸς τοῦ παπα-Μανωλῆ, ὁ Ἀλέκος, καὶ ἥρπασεν αὐθαιρέτως τὸ
Μηναῖον ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἄλλου Ἀλέκου, ὅστις ἦτο ἀνεψιὸς τοῦ προεστοῦ καὶ
γυιὸς τοῦ ψάλτου. Εἶτα, ὅταν ὁ Ἀλέκος ἐκανονάρχησεν ἕως τὸ «δεινὸν παιδοκτόνον
ἐγκατέλιπον παιζόμενον», πρὶν ἀρχίσῃ τὸ «Στέργειν μὲν ἡμᾶς» μετεμελήθη κι
ἔκραξε τὸν συνονόματόν του.
―Τί θέλεις;
―Δὲν λέω ἐγὼ τὰς
«προαιρέσεις», ντρέπουμαι· πές τις ἐσύ.
Ὁ ἄλλος Ἀλέκος ἥρπασεν
ἀπλήστως τὸ Μηναῖον, κ᾽ ἐκανονάρχησε τὰς «προαιρέσεις». Εὐθὺς τότε ἔτρεξε γύρω
γύρω τείνων τὸ βιβλίον διὰ νὰ τὸν ἀσημώσουν. Ἐκεῖ κάτω ἀπὸ τὸ Δεσποτικόν, ἓν
ἀγυιόπαιδον ἐξάμωσε τὴν χεῖρα διὰ νὰ τοῦ ἁρπάσῃ ἕνα πενηνταράκι. Ὁ Ἀλέκος ἔκαμε
νὰ κλείσῃ τὸ Μηναῖον. Ἄλλος μάγκας, ὁ Ἀλλοιβαβαῖος καλούμενος, κατέφερεν ἕνα
κτύπον εἰς τὸ βιβλίον καὶ τὸ ἀνέτρεψε. Τὰ ἀργυρᾶ κέρματα ἐχύθησαν μετὰ κρότου
κάτω εἰς τὰς πλάκας. Δύο ἢ τρία παιδία ἔκυψαν μετὰ θορύβου κάτω ἀναζητοῦντα νὰ
εὕρουν τ᾽ ἀργυρᾶ νομίσματα.
Ὁ πλέον κερδισμένος ἀπ᾽
ὅλους ἐβγῆκεν ὁ Νικολὸς τοῦ Διανέλου, ὅστις χωρὶς νὰ λάβῃ τὸν κόπον νὰ κύψῃ
κάτω, εἶδεν ἓν σβάντζικον καὶ δύο ἄλλα μικρότερα κέρματα, κ᾽ ἐπρόφθασε νὰ τὰ
πλακώσῃ μὲ τὸ πέλμα τῶν ποδῶν του. Ἔπειτα, ἀναβλέψας καὶ ἰδὼν τοὺς γέρους νὰ
σταυροκοποῦνται ― ἐπειδὴ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐψάλλετο τὸ ἀκροτελεύτιον «τὴν
χάριν δέ, Παρθένε, νέμοις ἄχραντε, προσκυνῆσαι τὸ κλέος», τοὺς ἐμιμήθη κι
αὐτός, μὲ πολλὴν εὐλάβειαν.
Τέλος, ἐμβῆκαν εἰς τὴν καθ᾽
αὑτὸ λειτουργίαν, ἥτις διεξήχθη πολὺ σύντομα. Περὶ τὸ τέλος ἀκριβῶς, πρὶν ὁ
παπὰς εἴπῃ τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ», κάτω ἀπὸ τὸ τελευταῖον στασίδιον, ἠκούσθη καὶ
πάλιν ἡ φωνὴ τοῦ γέρο-Νταραδήμου:
―Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον
ἡμῖν… «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως!…» Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος…
Ὁ γερο-Κονόμος, στραφεὶς μὲ τὴν μίαν πλάτην πρὸς αὐτόν, ἔκαμε μισὸν σταυρόν.
―Κύριε ἐλέησον!… προσκυνᾶτε, χριστιανοί!… καταδῶ, κατὰ τὸν Νταραδῆμο, γυρίστε!
Κ᾽ ἐπῆγε ν᾽ ἀσπασθῇ καὶ νὰ λάβῃ τὸ ἀντίδωρον.
Ἔξω, εἰς τὰ στενὰ σοκάκια τοῦ βορείου ὑψηλοῦ
χωρίου, ὀλίγον εἶχε πιάσει τὸ χιόνι, ἐμαίνετο ὁ βορρᾶς. Ὁ Νταραδῆμος εἶχεν
ἀνάψει τὸ φαναράκι του, ὁ καπετὰν Κονόμος τὸν ἠκολούθει μακρόθεν.
―Καρτέρει κ᾽ ἐμένα, Δῆμο, νὰ μ᾽ φέξῃς λιγάκι.
Ὄπισθεν τοῦ γερο-Κονόμου ἤρχετο ἡ Χρήσταινα ἡ Ντελησυφέρω μὲ τὸν ἔγγονόν της.
―Καλὴ χρονιὰ γείτονα, βοήθειά μας ὁ Χριστός!
―Καλὴ ψυχή, γειτόνισσα!
Ἐπροχώρησαν ὁμοῦ ὀλίγα βήματα. Ἔφθασαν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας τοῦ
γερο-Κονόμου.
―Ἔρχεσαι νὰ κάμουμε μιὰ δουλειά, Δῆμο; λέγει οὗτος. Ἐσένα ἡ γριά σ᾽ βαριέται,
δὲν θὰ σὄχῃ ζεστασιά. Ἐμένα ἡ Κονόμισσα θὰ μὄχῃ κάτι τι. Ἀνεβαίνεις; Ἐγὼ δὲν
ἔχω ὕπνο.
―Καλά, θὰ σᾶς στείλω κ᾽ ἐγὼ τηγανίτες ἀλειψές, εἶπεν ἡ Ντελησυφέρω.
―Μετὰ χαρᾶς θὰ τὶς δεχτοῦμε, γειτόνισσα.
Ἀνέβησαν οἱ δύο εἰς τὸ ἀρχοντικὸν τοῦ γερο-Κονόμου. Ἐστρώθησαν εἰς τὰ πλούσια
μεντέρια, σιμὰ εἰς τὸ παφλάζον πῦρ τῆς ἑστίας· τὰ φουσκάκια (ἢ τοὺς λοκμάδες)
τὰ εἶχε ἕτοιμα ἡ γερόντισσα. Τὸ φαγὶ τὸ εἶχε κατεβασμένο, καὶ δὲν εἶχε ρίψει τὸ
ρύζι διὰ τὴν σούπαν, πρὶν ἔλθῃ ὁ γέρος νὰ τῆς πῇ.
Μετὰ δέκα λεπτὰ ἔφθασεν ἡ Ντελησυφέρω, φέρουσα καὶ τηγανίτες. Φαίνεται θὰ τὶς
εἶχεν ἕτοιμες ἡ χήρα, ἡ νύφη της.
Μετ᾽ ὀλίγον ἦλθε κι ὁ παπα-Μανωλής, ὅστις τώρα μόλις ἐτελείωσεν ἀπὸ τὴν
ἐκκλησίαν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν υἱόν του Ἀλέκον, τὸν ὁποῖον συνώδευε καὶ ὁ
ἄλλος Ἀλέκος.
Ἐρρίφθησαν εἰς τὰ φουσκάκια. Ὁ Ἀλέκος τοῦ παπᾶ ἐδάγκανεν ἕν, ἐκαίετο καὶ τὸ
ἐφύσα. Ὁ ἄλλος ὁ συνονόματός του, ἔτρωγεν ἀνὰ δύο-δύο, χωρὶς νὰ καίεται.
Ἡ φιάλη μὲ τὴν μαστίχαν ἔκαμε δύο-τρεῖς γύρους.
Τέλος ὁ γερο-Κονόμος λέγει εἰς τὸν Νταραδῆμον:
―Θὰ μᾶς πῇς τώρα καὶ κανένα τροπαράκι γιὰ τὴν καλὴ χρονιά; Μὴν ἐξέχασαν κανένα
οἱ ψάλτηδες καὶ δὲν τὸ εἶπαν;
―Ἀληθινά, εἶπεν ὁ Νταραδῆμος, ἀπαράτησαν ἕνα μεγαλυνάριο, δὲν ξέρω πῶς τοὺς
ἦρθε.
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν
ἁγνὴν Παρθένον, τὴν γεννησαμένην Χριστὸν τὸν Βασιλέα».
Μυστήριον ξένον…
*********************************************************************
ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΙ
Μίαν πρωίαν προ τριών ετών,
ήτο τας παραμονάς των Χριστουγέννων, η κυρά-Πράπω η Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρή
γυναικάρα πενηνταοκτώ ετών, είχε σηκωθή να πάγη να επισκεφθή την νοννάν της εις
τα Πατήσια. Είχε σπιτάκια με μεγάλην αυλήν, εις μίαν άκρην της πόλεως, όπου
έτρεφε γίδες και προβατίνες και κότες και φραγκόκοτες και περιστέρια. Το γάλα το
επώλει προς ογδόντα λεπτά με την οκάν την ιδική της. Τα περιστέρια, εκτάκτως
μόνον, χωρίς ωρισμένον τιμολόγιον, αν της είχε πνίξει κανέν η γάττα, ή αν
εύρισκε μουστερήδες Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου. Τ’ αυγά προς 15 λεπτά το εν,
την σαρακοστήν. Αυτή, αν ωρέγετο να φάγη αυγά, πράγμα σπάνιον, θα επήγαινεν εις
την μεγάλην αγοράν να τα ψωνίση. Τα εύρισκε προς μίαν δεκάρα τα τρία, σπασμένα,
αλλά φρέσκα, και με δοκιμήν. Πού να γελασθή αυτή!
Την πρωίαν εκείνην είχε
σηκωθή με απόφασιν να πάγη να επισκεφθή την νοννάν της, ήτις ήτο αρχόντισσα
έχουσα οικίαν εις τα Πατήσια. Ηρχοντο Χριστούγεννα, επεθύμει να την φιλεύση
κάτι τι. Τι άλλο από αυγά, εις την πραγματείαν των οποίων είχε ειδικότητα;
Ηξευρεν, ότι θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, τον υιόν της γραίας, όστις θα
εφιλοτιμείτο να της πληρώση καλά το δώρον της. Εμέτρησε όσα αυγά είχε, και τα
εύρε δεκατέσσαρα. «Να τους τα πάη όλα; έχουμε και λέμε 14 αυγά, από μία δεκάρα,
14 δεκάρες, μία και σαράντα, κι από μια πεντάρα ακόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες,
70 λεπτά. 70 και 1,40 – εμέτρησεν επί των δακτύλων – δυο και δέκα. Τότε θα
έχανε μια δεκάρα. Διότι, βέβαια, δεν θα της έδιδε παραπάν’ από δυό δραχμές, ο
νοννός, διά το πεσκέσι της. Να τους τα πάη τα δεκατρία, έχουμε και λέμε όξου τα
15 λεπτά, 1,95 θα εκέρδιζε μια πεντάρα. Διότι πάντοτε δυό δραχμές θα της τα
επλήρωνεν ο νοννός της. Ας είναι τα 13. Μα το 13 λένε πως δεν είναι καλό
νούμερο. Να τους τα πάει τα δώδεκα;… Είπαμε πόσα; 1,90, τα δεκατρία; Πόσα
είπαμε; 2,10 τα δεκατέσσαρα… Βγάλε τα 15, μένουν 1,95. Ναι, μια και 95. Βγάλε
τα 15, κάνουν 1,80 τα δώδεκα. Ας τους πάει τα δώδεκα που είναι καλό νούμερο…
Δεν θα της δώση παρακάτω από ένα δίδραχμο ο νοννός της και ρέστα δεν θα
καταδεχθή να πάρη, και πού να έχη αυτή ρέστα επάνω της; Ναι, τα δώδεκα θα τους
πάη».
Τα ετύλιξεν εις λευκόν,
καθαρόν μανδήλιον, κι εξεκίνησε πεζή, κούτσα-κούτσα, διότι δεν ήτο τόσον γερή
στα πόδια, διά τα Πατήσια. Είχεν υπολογίσει την ώραν οπού θα εύρισκεν εκεί τον
νοννόν της, ελθόντα προ μικρού από το γραφείον του, πλην όχι αμέσως, αλλ’
ολίγον ύστερα, ευθύς μετά το γεύμα, ότε θα τους εύρισκεν ευδιάθετους. Ποτέ δεν
θα έπραττεν, αυτή, το σφάλμα να παρουσιασθή ακριβώς την ώραν του γεύματος.
Η κυρα-Πράπω επέτυχε με το
παραπάνω. Εδέχθησαν τα αυγά (τα οποία ήσαν ομολογουμένως πρόσφατα), της τα
επλήρωσεν ο νοννός της εν δίδραχμον, μετά μικρού μορφασμού της νοννάς, ήτις
όμως δεν ημπόρεσε να μην την καλέση να καθίση εις την ιδίαν τράπεζάν της, διά
να χορτάση από τα αποφάγια. Η κυρα-Πράπω δεν ήτον εντελώς νηστική, αλλ’ είχε
προγευματίσει εις τας δέκα. Έπειτα ο εξοχικός αήρ της είχεν ανοίξει την όρεξιν.
Αφού έκαμε διαφόρους
ομιλίας, όχι αδεξίως, ύστερα, μεταξύ λόγων, παρενέβαλεν ότι είχεν έλθει πεζή,
και παρεπονέθη διά τους πόδας της… ώκτειρε και τα γεράματα του συζύγου της, του
μπαρμπα-Πράπη, όστις δεν ήτο πλέον ικανός διά τίποτε. Ο νοννός, όστις είχε
γίνει πολύ ευδιάθετος από τα δύο κύπελλα γενναίου οίνου και από μικρόν ποτήριον
σαρτρέζ με τον καφέν, έβγαλε και της έδωκε δύο ή τρεις δεκάρες, δια να πληρώση
το λεωφορείον εις την επιστροφήν. Νέος μορφασμός της νοννάς, ήτις εσυλλογίζετο
ότι τα αυγά θα τα ηγόραζε προς μίαν δεκάραν το εν, φρεσκότατα, εις τα Πατήσια,
και ότι τα πόδια της αναδεκτής κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να λάβουν τον
κόπον να μεταφέρωσιν εις τα Πατήσια το χονδρόν σώμα της.
Τελευταίον εμάζευσε με το θάρρος
ολίγες πεπονόφλουδες, οπού είχαν μείνει επί της τραπέζης, διά την κατσίκαν της,
τας ετύλιξεν εις το μανδήλι και απήλθεν. Είχε ξεκουρασθή πολύ και δεν έκρινεν
επάναγκες ν’ ανέλθει εις το λεωφορείον. Εγύρισε πεζή. Επέρασεν από εν εξοχικόν
σπιτάκι, όπου εκατοικούσε μιά περιβολάρισσα εξαδέλφη της, εφλυάρησεν αρκετά,
εμάζευσε κι εκείθεν ό,τι εύρε χρήσιμον διά την κατσίκαν της, ενυκτώθη, κι
επέστρεψεν εις την πόλιν κρατούσα μεγάλην αβασταγήν υπό την μασχάλην της.
Είκοσι βήματα πριν φθάση εις την οικίαν της,
την ώραν οπού είχαν ανάψει τον εκεί φανόν του αερίου, βλέπει μικρόν παιδάκι
οπού έκλαιε μεμονωμένον.
«Τι έχεις, παιδί μου;»
Το παιδίον εψέλλισε, ζητούν την μητέρα στο σπίτι.
-«Τίνος είσαι, μικρό μου;»
Το παιδίον δεν ήξευρε να πη τίνος ήτον.
«Πώς την λένε την μάννα σου;»
«Μαμά.»
«Και τον πατέρα σου;»
«Μπαμπά.»
Η κυρα-Πράπω ήτο εις
αμηχανίαν. Έλαβε το παιδίον από την χείρα και το ωδήγησε μέχρι της θύρας της
μάνδρας όπου ήτο το σπίτι της. Εκεί εστάθη επ’ ολίγα λεπτά, εφώναξε με την
οξυτραχή φωνήν της την κόρην της, την Μαρίναν, να την ξαλαφρώση, και εις ταύτην
ελθούσαν παρέδωκε την δέσμην με τες φλούδες και τα εξώφυλλα των φυτών, όσα
εκόμιζε, και είτα έμεινε διστάζουσα, ερωτώσα μεγαλοφώνως τες γειτόνισσες, αν
καμμιά εξ αυτών εγνώριζε το παιδίον.
Πολλαί το εκοίταξαν υπό το
φως του αερίου, το έψαξαν, το εγύρισαν. Καμμιά δεν έτυχε να το γνωρίζη.
Κατά τύχην, ως σύνηθες εις
τα παραμύθια, συνέβη να περνώ απ’ εκεί. Άλλως, ήμην γείτων, και ήτο η συνήθης
ώρα ότε κατηρχόμην εις την συνοικίαν.
Η κυρα-Πράπω με είδε και με έκραξεν:
«Έλα… εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι», μου λέγει.
Μου ενθύμισεν αμέσως ότι
προ ολίγων μηνών συνέβη να χαθή έν παιδίον, κι εκείνο, κατά περίπτωσιν, είχε
πέσει εις τας χείρας αυτής, την ιδίαν ώραν της εσπέρας· ότι εγώ, ιδών αυτό
κλαίον εις τας χείρας της και ζητούν την μαμά του, του έδωκα μίαν δεκάραν διά
να μερώση. Ότι κατ’ ευτυχή συγκυρίαν, ευθύς μετά την δεκάραν, συνέβη να
παρουσιασθή η μήτηρ του παιδίου, ήτις το ανεζήτει από ωρών, και να έλθει να το
συμμαζεύση.
Έσκυψα και εκοίταξα το
παιδίον. Δεν του έδωκα δεκάραν, έκαμα κάτι καλύτερον. Το εγνώρισα.
«Αυτό το παιδί είναι ο Γιώργος, του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού», είπα.
Ο μαστρο-Δημήτρης ο
Χωριανός ηγάπα τα δύο παιδιά του με τόσον ένθερμον αγάπην, όσον ολίγοι γονείς
εις τον κόσμον. Τόσον, ώστε ο ίδιος τους έκαμνε την μητέρα, και τούτο όχι δι’
έλλειψιν μητρός, οπότε το πράγμα θα ήτο ευεξήγητον, αλλά διότι η μήτηρ τούς
έκαμνε… “τον άγγελον της εστίας”. Φαντάζομαι, μέλαθρον, χριστιανικήν οικίαν
ελληνικήν ζωγραφισμένην με τας δύο κλίσεις της στέγης, ως δύο πτέρυγας
αγγέλου-γυναικός τανυομένας επάνω της εστίας. Τοιαύτη μήτηρ ήτο η Γιακουμίνα, η
φαμίλια του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.
Ήτο μια χαρά να βλέπη τις
τον μαστρο-Δημήτρην να κρατά εις την αγκάλην τον τριετή υιόν του, και να σύρη
από την χείρα το πενταετές θυγάτριον, να οδηγή τα δύο παιδιά εις το πλησίον
μικρόν μπακάλικον, διά να τους αγοράση “λιαλιά-κοκκά” να τα φιλεύση.
Τα δύο παιδιά ήστραπτον από
καθαριότητα, και ήσαν ωραία και καλοθρεμμένα. Όλα τα αποτελέσματα ταύτα ήσαν
έργο αγγέλου της εστίας, και ήσαν προιόν των κόπων και των μισθών του
μαστρο-Δημήτρη, όστις ήτο ασπριστής ή χρωματιστής την τέχνην, και πράγμα
σπάνιον, είχε κατορθώσει μόνον με την φιλοπονίαν και τα ημεροδούλια του να
κτίση και ν’ αποκτήση (ήτο και ολίγον κτίστης) ένα μικρόν σπιτάκι, κάτω εις την
εσχατιάν της πόλεως, εκείθεν του Μεταξουργείου. Και η φαμίλια του στο σπίτι
έπλυνε, κι εσφουγγάριζε, κι έρραπτε, κι εμβάλωνε, κι εζύμωνε, κι εμαγείρευε,
και ήτο όλη χάρις και χαρά της εστίας. Ποτέ δεν είδαν οι γείτονες τόσο καμαρωμένον
ανδρόγυνον. Φαντασθήτε, η Γιακουμίνα, ομοία με χελιδόνα μητέρα, να στρώνη, να
συγυρίζη, να ετοιμάζη την φωλεάν, και ο πατήρ όμοιος με πελαργόν, φέροντα τα
χελιδονάκια της ανοίξεως, να φέρη, να βαστάζη και να κουβαλή τα δύο παιδιά, τα
οποία ωνόμαζε συνήθως «ψέματα», ήξευρεν αυτός διατί. Διότι, πριν αποκτήση τα
δύο τοιαύτα παιδιά ήτο «χαροκαμένος». Του είχαν αποθάνει άλλα δύο. Τον Γιώργο
τον ωνόμαζεν «ένα ψέμα», διότι ήτο μικρός και τρυφερός. Και την Παρασκευήν την
ωνόμαζεν «ψευτρού», ίσως διότι ανήκεν εις το φύλον το πλέον ψεύτικον.
Τα ηγάπα πράγματι ολοψύχως,
τα ηγάπα πολύ – όχι όμως περισσότερον παρ’ όσον ηγάπα ο μπαρμπα-Στέργιος ο
Παρκιώτης τα ιδικά του πέντε ή εξ παιδιά, μισήν δωδεκάδα σωστήν. Και ο μεν
Δημήτρης ο Χωριανός ήτο νέος και ακμαίος ακόμη, ο δε μπαρμπα-Στέργιος ήτο γέρων
και ασθενής. Έπασχεν από την νόσον την οποίαν ιάτρευε κρυφά ο Νικόλας ο
Μανάβης. Ο Νικόλας ο Μανάβης είχε την δικαιοδοσίαν του εκτεινομένην τριγύρω εις
του Ψυρρή, εις του Τάτση την Βρύσιν, εις του Τριγκέτα, εις τον Αι-Θανάσην,
μέχρι της πλατείας Κουμουνδούρου. Ήτον σχεδόν τόσον κρυφός εις το εμπόριον,
όσον και εις την ιατρικήν. Αυτός και ο γάιδαρός του δεν έβγαζαν ποτέ λέξιν ούτε
φωνήν. Είναι ο μόνος μανάβης, όστις διατρέχει τακτικά, κάθε πρωί και μεσημέρι
και βράδυ, με το γαϊδουράκι του, όλους αυτούς τους δρόμους και τους δρομίσκους,
χωρίς να εξέρχεται γρυ από το στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ή μασά κάτι τι –
λάχανα, σέλινα ή κουνουπίδια – αλλά τόσον χαμηλά, ώστε μόνος αυτός τ’
ακούει. Και το γαϊδουράκι του ποτέ δεν ηκούσθη να βγάλει ογκανισμόν.
Ορμεμφύτως μιμείται τον αφέντην του.
Καμμίαν φοράν, ο Νικόλας,
ενώ διατρέχει τους δρόμους, περιμένων να τον ιδεί καμμία πτωχή οικοκυρά να τον
κράξει, διά να σταματήσει (ίσως έχει τακτικούς μουστερήδες, κρυφούς όσον και
αυτός, έχοντας πεποίθησιν ότι δεν πωλεί ξίκικα), το απομεσήμερον, ή το
βράδυ-βράδυ, βάλλει τον μικρόν τριετή υιόν του εις τα κάπουλα, ανάποδα βλέποντα
προς την ουράν, ακουμβώντα τα νώτα επί των καλάθων, και του λέγει να κρατή την
ουράν του γαϊδάρου, αλλ’ ο μικρός δεν έχει την ικανότητα, όθεν ο πατήρ
αναγκάζεται να βαδίζη σιμά-σιμά, κρατών αυτός την ουράν του ζώου, διά να μη
γλιστρήση και πέσει ο υιός του. Αυτό και μόνον το θέαμα θα με καθίστα ένθουν,
εάν είχα λεπτά διαθέσιμα, ώστε ν’ αποφασίσω ν’ αγοράσω, όχι μόνον όλα τα
λαχανικά του Νικόλα, μαζί με τα κοφίνια, αλλά και αυτόν τον γάιδαρόν του. Πλην
δεν είμαι βέβαιος αν τον πωλεί, διότι πού να εύρη άλλο γαϊδουράκι τόσον κρυφόν,
βωβόν και διακριτικόν, ικανόν να μιμείται τον αφέντην του, όστις είναι τόσον
κρυφός, ώστε μόνον κατά συγκυρίαν συνέβη να μάθω την ιατρικήν ειδικότητα, την
οποίαν έχει εις το να θεραπεύη κρυφήν νόσον;
Νόσον εξ ης έπασχεν ο
μπαρμα-Στέργιος ο Παρκιώτης, όστις ανέτρεφε μισήν δωδεκάδα παιδιά με την καλήν
του προαίρεσιν. Και η εργασία του συνίστατο, τον χειμώνα εις το να μαζεύη και
κουβαλή αγριολάχανα-ραδίκια, ζοχάρια, πικραλίδες, βρούβες, βλαστάρια, τα οποία
ήξευρεν όλα τα χλοώδη και απάτητα μέρη διά ν’ ανέρχεται να τα μαζεύη, και το
καλοκαίρι, εις το να κουβαλή τα κληματόφυλλα, τα οποία επώλει εις τα μπακάλικα
προς είκοσι λεπτά την οκάν. Οι δε αμπελοκτήμονες της Αττικής πεδιάδος όχι μόνον
του επέτρεπαν να μαζεύη κληματόφυλλα από τ’ αμπέλια των, αλλά τον επαρακαλούσαν
να το κάμνει, διότι τους εγλύτωνεν από τα έξοδα και μεροκάματα. Ήτο τεχνίτης
και ήξευρε να «αγρολογά» και να ξεφυλλίζη καλώς, απαλλάττων τα κλήματα από όλα
τα περιττά φύλλα. Αγαθοποιός και όχι κακοποιός, εργάτης και όχι κηφήν,
χριστιανός, όχι απάνθρωπος.
Ήτο συγκινητικόν να τον
βλέπη τις, ως ζυγαριάν έμψυχον, φορτωμένον ένα σάκκον γεμάτον λάχανα ή φύλλα
εις την πλάτην όπισθεν, και να φέρη, αχώριστον από το σώμα του, άλλον ογκώδη
σάκκον κρεμασμένον έμπροσθεν εις την πολύπτυχον βράκαν του. Ήτο αυτή η νόσος,
την οποίαν εθεράπευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.
Έζησεν εν ιδρώτι του
προσώπου του, και ανέθρεψε πέντε ή εξ παιδιά, τα οποία… δεν ήσαν ιδικά του.
Απέθανεν, ο πτωχός, προ τεσσάρων ή πέντε ετών, και εύρεν ανάπαυσιν των κόπων
του. Το σώμα του, το αποκαμωμένον και βασανισμένον, το κυρτωθέν από το σκύψιμον
και από το φόρτωμα, ίσαξε και έγινεν ευθύ επί της νεκρικής κλίνης.
Ελπίζω και πιστεύω ότι θα επήγεν εις τον άλλον κόσμον, ο πτωχός, πολύ σιμά εις
τον πτωχόν Λάζαρον. Ναι, σιμά, πολύ σιμά.
Δεν ήσαν ιδικά του. Δεν
είχεν αποκτήσει ποτέ παιδιά, από την φαμίλια του. Είχε πάρει από το Νηπιακόν
Ορφανοτροφείον -ίσως είναι πολλοί οπού φοβούνται να διέλθωσιν έξωθεν του
ιδρύματος εκείνου, και δεν ηξεύρουν πού των Αθηνών κείται- είχε πάρει εν
έκθετον κατ’ αρχάς, είτα δεύτερον και τρίτον, είτα τέταρτον και πέμπτον. Μέχρι
του τρίτου ορφανού, του έδιδαν, διά το καθέν, τας κανονισμένας 15 δραχμάς τον
μήνα. Όταν εζήτησεν να πάρη τέταρτον και πέμπτον, του τας είχαν κόψει τας 45
δραχμάς, αλλ’ αυτός εδήλωσεν ότι του ήρκουν αι 30, τας οποίας ελάμβανε διά τα
δύο τελευταία. Δεν είχαν μεγαλώσει ακόμη αρκετά τα τρία πρώτα, ώστε να είναι
χρήσιμα. Ήταν από 6 έως 8 ετών. Πλην ήτο ευχαριστημένος. Και η φαμίλια του τα
είχε πονέσει, και τα υπερηγάπα, και δεν ήθελε ν’ αποχωρισθεί απ’ αυτά.
Τον καιρόν εκείνον ήτο
επόπτης ή σύμβουλος, δεν ηξεύρω τι, του ιδρύματος εκείνου, εις κύριος άγαμος,
με γυαλιά, με ασημένια δόντια, με παγωμένον μειδίαμα. Ούτος ηγάπα τα ορφανά ως
να ήσαν ιδικά του. Και τις ηξεύρει αν δεν ήσαν! Επροστάτευε τα εσωτερικά, και
δεν ήθελε να δώσει παραπάνω από 25 δραχμάς εις τον μπαρμπα-Στέργιον. Τέλος
επείσθη να δώσει τας 30. Ο άγαμος κύριος με τα γυαλιά δεν έλειπε ποτέ από τα
φιλανθρωπικά, και ήτο πάντοτε μέσα εις διαχειρίσεις και επιμελητείας, και εις
όλας τας ονομασίας τα εμπεριεχούσας χείρα και μέλι. Τοιούτοι αυστηροί άνθρωποι
χρειάζονται πράγματι εις τα ευαγή καθιδρύματα.
Τα δύο παιδία του
μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού ήσαν τόσον ιδικά του, όσον και η μισή δωδεκάς ήτο
του μπαρμπα-Στέργιου, του Παρκιώτη. Και οι δύο από το εκθετοτροφείον τα είχον
λάβει. Η μόνη διαφορά ήτον ότι ο μαστρο-Δημήτρης ήτο «χαροκαμένος», και τα
ηγάπα με αγάπην διπλήν αυτός και η Γιακουμίνα, η φαμίλια του.
Την εσπέραν λοιπόν εκείνην, καθώς είπα εν
αρχή, ανεγνώρισα τον Γιώργον εις τας χείρας της κυρα-Πράπως, και είπα:
«Αυτό το παιδί είναι του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού»
«Α! μπασταρδέλι;» μου λέγει η κυρα-Πράπω.
«Δεν ξέρω, μπάστα…» της λέγω μασήσας το ήμισυ της λέξεως. Μα το σπίτι του
ανθρώπου είναι όχι πολύ μακριά, εδώ κάτω, πέρα απ’ το Μεταξουργείο…
Την στιγμήν οπού επρόσφερα
την μισήν εκείνην λέξιν, ακουσίως ενθυμήθην ότι η κυρα-Πράπω είχε συχνά
ιταλίδες νοικάρισσες, εις τα δωμάτια του σπιτιού της, αλλ’ όμως δεν είχε
κατορθώσει ποτέ να μάθει άλλην λέξιν από το στόμα των ειμή «πάνε» και «ντανάρο»
και «αμόρε» και ήτο πολύ μακράν του να γνωρίζη, και ρωμέικα ακόμη, τι σημαίνει
«μπάστα».
Ευθύς ύστερον ευρέθη εις
καλός χριστιανός, όστις εγνώριζε τον πατέρα και την οικίαν, αλλ’ όχι το
παιδίον, πρόθυμος να οδηγήση τον μικρόν πλησίον των θετών γονέων του.
Καθησύχασα και απήλθον.
Την επαύριον ήλθε και μ’
εύρεν ο Δημήτρης ο Χωριανός, με το πρόσωπον ακτινοβόλον. Μου διηγήθη διά
μακρών, και με πολλάς αφελείς ταυτολογίας και επαναλήψεις, τον πόνον και τον
καημόν και τον φόβον και την τρεμούλαν της καρδιάς, οπού είχαν λάβει, αυτός και
η φαμίλια του, η Γιακουμίνα, την προτεραίαν το απομεσήμερον, όταν εκ λυπηράς
απροσεξίας της μητρός είχεν εξέλθει και είχεν αποπλανηθή το παιδίον· καθώς και
την χαράν και αγαλλίασιν και το ξαναγέννημα οπού ησθάνθησαν, τώρα που έρχονται
τα Γεννητούρια του Χριστού μας, οπού εκαταδέχθη να γεννηθή ως παιδίον, και
αγαπά και φυλάγει και μαζώνει πλησίον του όλα τα παιδία, οπού ησθάνθησαν, λέγω,
χύνοντες δάκρυα ακράτητα, κλαίοντες ως μικρά παιδία, άμα ανευρέθη το μικρόν, οι
δύο τους, με την Γιακουμίναν, την φαμίλια του.
Ο άνθρωπος μ’ εγέμισε και
μ’ εφόρτωσεν ευχαριστήρια, όσα δεν ημπορούσα να σηκώσω ούτε να χωρέσω, με την
συνείδησιν ότι μόνον κατά τύχην είχα κάμει το απλούστερον κοινωνικόν χρέος.
Κι η κυρα-Πράπω, θαρρώ πως
επήρε τα βρεθίκια της.
*********************************************************************
Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ
Μεγάλην
εξέφρασεν έκπληξιν η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ιδούσα τη ημέρα των
Χριστουγέννων του 187.., την θειά-Αχτίτσα, φορούσαν καινουργή μανδήλαν, και τον
Γέρο και την Πατρώνα με καθαρά υποκαμισάκια και με νέα πέδιλα.
Τούτο δε
διότι ήτο γνωστότατον, ότι η θειά-Αχτίτσα είχεν ιδεί την προίκα της κόρης της
πωλουμένην επί δημοπρασίας προς πληρωμήν των χρεών αναξίου γαμβρού, διότι ήτο
έρημος και χήρα, και διότι ανέτρεφε τα δύο ορφανά έγγονά της μετερχομένη
ποικίλα επαγγέλματα. Ήτον (ας είναι μοναχή της!) απ’ εκείνας που δεν έχουν στον
ήλιο μοίρα. Η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ώκτειρε τας στερήσεις της γραίας και
των δυο ορφανών· αλλά μήπως ήτο και αυτή πλουσία, δια να έλθη αυτοίς αρωγός και
παρήγορος;
Ευτυχής ο
μακαρίτης, ο μπάρμπα–Μιχαλιός, όστις προηγήθη εις τον τάφον της συμβίας
Αχτίτσας, χωρίς να ίδη τα δεινά τα επικείμενα αυτή μετά τον θάνατόν του. Ήτο
καλής ψυχής, – ας είχε ζωή! – ο συχωρεμένος. Τα δύο παιδία «τα αδιαφόρετα», ο
Γεώργης και ο Βασίλης, επνίγησαν βυθισθείσης της βρατσέρας των τον χειμώνα του
έτους 186… Η βρατσέρα εκείνη απωλέσθη αύτανδρος, – τι φρίκη! τι καημός!
Τέτοια τρομάρα καμμιάς καλής χριστιανής να μην της μέλλη.
Ο τρίτος ο
γυιός της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, εξενιτεύθη και ευρίσκετο, έλεγαν, εις
την Αμερικήν. Πέτρα έρριξε πίσω του. Μήπως τον είδε; Μήπως τον ήκουσεν; Άλλοι
πάλιν πατριώτες είπαν ότι ενυμφεύθη εις εκείνα τα χώματα, κι επήρε, λέει, μια
φράγκα, μια ’γγλεζοπούλα, ένα ξωθικό, που δεν ήξευρε να μιλήση ρωμέικα. Μη
χειρότερα! Τι να πη κανείς! Ημπορεί να καταρασθή το παιδί του, τα σωθικά του,
τα σπλάγχνα του ;
Η κόρη της
απέθανεν εις τον δεύτερον τοκετόν, αφείσα αυτή τα δύο ορφανά κληρονομίαν. Ο
πατεριασμένος τους, εζούσε ακόμα (που να φτάσουν τα μαντάτα του ώρα την ώρα!),
μα τι νοικοκύρης, το πρόκοψε αλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος και με άλλας αρετάς
ακόμη. Είπαν, πως ξαναπαντρεύτηκε αλλού, δια να πάρη και άλλον κόσμον εις τον
λαιμόν του, ασυνείδητος! Τέτοιοι άντρες! Έκαμε δα κι’ αυτή ένα γαμπρό, μα
γαμπρό (το λαμπρό τ’ να βγη!).
Τι να κάμη;
έβαλε τα δυνατά της, κι επροσπαθούσε όπως-όπως να ζήση τα δύο ορφανά. Τι
αξιολύπητα, τα καημένα! Κατά τας διαφόρους ώρας του έτους, εβοτάνιζεν,
αργολογούσε, εμάζωνε ελιές, εξενοδούλευε. Εμάζωνε κούμαρα, και τα έβγαζε ρακί.
Μερικά στέμφυλα απ’ εδώ, κάμποσα βότσια αραβοσίτου απ’ εκεί, όλα τα εχρησιμοποίει.
Είτα, κατά Οκτώβριον, άμα ήνοιγον τα ελαιοτριβεία, έπαιρνεν ένα είδος πήχυν,
ένα πενηντάρι εκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κι εγύριζεν εις τα ποτόκια,
όπου κατεστάλαζον αι υποστάθμαι του ελαίου, κι εμάζωνε την μούργα. Διά της
μεθόδου ταύτης ωκονόμει όλον το ενιαύσιον έλαιον του λυχναρίου της.
Αλλά το
πρώτιστον εισόδημα της θειά-Αχτίτσας προήρχετο εκ του σταχομαζώματος. Τον
Ιούνιον, κατ’ έτος, επεβιβάζετο εις πλοίον, έπλεεν υπερπόντιος και διεπεραιούτο
εις Εύβοιαν. Περιεφρόνησε το ονειδιστικόν επίθετον της «καραβωμένης», όπερ
εσφενδόνιζον άλλα γύναια κατ’ αυτής, διότι όνειδος εθεωρείτο το να πλέη γυνή
εις τα πελάγη. Εκεί, μετ’ άλλων πτωχών γυναικών, ησχολείτο συλλέγουσα τους
αστάχεις, τους πίπτοντας από των δραγμάτων των θεριστών, από των φορτωμάτων και
κάρρων. Κατ’ έτος, οι χωρικοί της Ευβοίας και τα χωριατόπουλα, έρριπτον κατά
πρόσωπον αυτών το σκώμμα : «Να! οι φ’στάνες! μας ήρθαν πάλι οι φ’στάνες!». Αλλ’
αύτη έκυπτεν υπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τα ψιχία εκείνα της πλούσιας
συγκομιδής του τόπου, απήρτιζε τρεις ή τεσσάρας σάκκους, ολόκληρον ενιαυσίαν
εσοδείαν δι’ εαυτήν και διά τα δυο ορφανά, τα οποία είχεν εμπιστευθή εν τω
μεταξύ εις τας φροντίδας της Ζερμπινιώς, και αποπλέουσα επέστρεφεν εις το
παραθαλάσσιον χωρίον της.
Πλην
εφέτος, δηλ. το έτος εκείνο, αφορία είχε μαστίσει την Εύβοιαν. Αφορία εις τον
ελαιώνα της μικράς νήσου, όπου κατώκει η θειά-Αχτίτσα. Αφορία εις τας αμπέλους
και εις τους αραβοσίτους, αφορία σχεδόν και εις αυτό τα κούμαρα, αφορία
πανταχού.
Είτα,
επειδή ουδέν κακόν έρχεται μόνον, βαρύς χειμών ενέσκηψεν εις τα βορειότερα
εκείνα μέρη. Από του Νοεμβρίου μηνός, χωρίς σχεδόν να πνεύση νότος και να πέση
βροχή, ήρχιζε να χιονίζη. Μόλις έπαυεν είς νιφετός και ήρχετο άλλος. Ενίοτε
έπνεε ξηρός βορράς, σφίγγων έτι μάλλον τα χιόνια, τα οποία δεν έλυωναν εις τα
βουνά. «Επερίμεναν άλλα».
Η γραία
μόλις είχε προλάβει να μεταφέρη επί των ώμων της, από των φαράγγων και δρυμών,
αγκαλίδας τινάς ξηρών ξύλων, όσαι μόλις θα ήρκουν διά δύο εβδομάδας ή τρεις,
και βαρύς ο χειμών επέπεσε. Περί τα μέσα Δεκεμβρίου μόλις επήλθε μικρά διακοπή,
και δειλαί τινες ακτίνες ηλίου επεφάνησαν, επιχρυσούσαι τας υψηλοτέρας στέγας.
Η θειά-Αχτίτσα έτρεξεν εις τα «ορμάνια» ίνα προλάβη και εισκομίση καυσόξυλά
τινα. Την επαύριον ο χειμών κατέσκηψεν αγριώτερος. Μέχρι των Χριστουγέννων,
ουδεμία ημέρα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία ακτίς ηλίου.
Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, «χιονιστής», εφύσα κατά τας παραμονάς της αγίας
ημέρας. Αι στέγαι των οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τα συνήθη
παίγνια των οδών και τα χιονοβολήματα έπαυσαν. Ο χειμών εκείνος δεν ήτο
φιλοπαίγμων. Από των κεράμων των στεγών εκρέμαντο ως ώριμοι καρποί σπιθαμιαία
κρύσταλλα, τα οποία οι μάγκαι της γειτονιάς δεν είχον πλέον όρεξιν να τρώγουν.
Την εσπέραν
της 23, ο Γέρος είχεν έλθει από το σχολείον περιχαρής, διότι από της αύριον
έπαυον τα μαθήματα. Πριν ξεκρεμάση τον «φύλακα» από της μασχάλης του, ο Γέρος
πεινασμένος ήνοιξε το δουλάπι, αλλ’ ουδέ ψωμόν άρτου εύρεν εκεί. Η γραία είχεν
εξέλθει ίσως προς ζήτησιν άρτου. Η ατυχής Πατρώνα εκάθητο ζαρωμένη πλησίον της
εστίας, αλλ’ η εστία ήτο σβεστή. Εσκάλιζε την στάκτην, νομίζουσα εν τη παιδική
αφελεία της (ήτο μόλις τετραετές το πτωχόν κοράσιον), ότι η εστία είχε πάντοτε
την ιδιότητα να θερμαίνη, και ας μη καίη. Αλλ’ η στάκτη ήτο υγρά. Σταλαγμοί
ύδατος, εκ χιόνος τακείσης ίσως διά τινος λαθραίας και παροδικής ακτίνος ηλίου,
είχον ρεύσει δια της καπνοδόχου. Ο Γέρος, όστις ήτο επταετής μόλις, έτοιμος να
κλαύση διότι δεν εύρισκε ψιχίον τι προς κορεσμόν της πείνης του ήνοιξε το μόνον
παράθυρον, έχον τριών σπιθαμών μήκος. Ο οικίσκος όλος, χθαμαλός, ημιφάτνωτος,
με είδος σοφά, είχεν ύψος δύο ίσως οργυιών από του εδάφους μέχρι της οροφής.
Ο Γέρος
ανεβίβασε σκαμνίον τι επί του λιθίνου ερείσματος του παραθύρου, ανέβη επί του
σκαμνίου, εστηρίχθη διά της αριστεράς του παραθυροφύλλου ανοικτού, εστηλώθη
μετά τόλμης προς την οροφήν, ανέτεινε την δεξιάν, και απέσπασεν έν κρύσταλλον
εκ των κοσμούντων τους «σταλαμμούς» της στέγης. Ήρχισε να το εκμυζά βραδέως και
ηδονικώς, και έδιδε και εις την Πατρώναν να φάγη. Επείνων τα κακόμοιρα.
Η γραία
Αχτίτσα επανήλθε μετ’ ολίγον φέρουσα πράγμα τι τυλιγμένον εις τον κόλπον
της. Ο Γέρος, όστις εγνώριζεν εκ της παιδικής του πείρας, ότι ποτέ άνευ αιτίας
δεν εφούσκωναν οι κόλποι της μάμμης του, αναπηδήσας έτρεξεν εις το στήθος της,
ενέβαλε την χείρα, και αφήκε κραυγήν χαράς. Τεμάχιον άρτου είχεν «οικονομήσει»
και την εσπέραν εκείνην η καλή, καίτοι ολίγον αυστηρά μάμμη, τις οίδεν αντί
ποίων εξευτελισμών, και διά πόσων εκλιπαρήσεων!
Και τι δεν
ήθελεν υποστή, προ ποίας θυσίας ηδύνατο να οπισθοδρομήση, διά την αγάπην των
δύο τούτων παιδίων, τα οποία ήσαν δις παιδία δι’ αυτήν, καθόσον ήσαν τέκνα του
τέκνου της! Εν τούτοις δεν ήθελε να δεικνύη αυτοίς μεγάλην αδυναμίαν, και
«ήμερο μάτι δεν τους έδιδε». Εκάλει τον άρρενα «Γέρον», διότι είχε το όνομα του
αληθούς γέρου της, του μακαρίτου μπάρμπα–Μιχαλιού, του οποίου το όνομα τής
επόνει ν’ ακούση ή να προφέρη. Το ταλαίπωρον το θήλυ το εκάλει Πατρώναν
θωπευτικώς, και ολίγον «σαν αρχοντοξεπεσμένη που ήτον», μη ανεχομένη ν’ ακούη
το Αργυρώ, το όνομα της κόρης της, όπερ εδόθη ως κληρονομιά εις το ορφανόν,
λεχούς θανούσης εκείνης. Πλην του υποκορισμού τούτου, ουδεμίαν άλλην
επιδεικτικήν τρυφερότητα απένεμεν εις τα δύο πτωχά πλάσματα, αλλά μάλλον
πρακτικήν αγάπην και προστασίαν.
Η
ταλαίπωρος γραία έστρωσε διά τα δύο ορφανά, ίνα κοιμηθώσιν, ανεκλίθη και αύτη
πλησίον των, τοις είπε να φυσήσωσιν υποκάτω του σκεπάσματός των διά να
ζεσταθούν, τοις υπεσχέθη ψευδομένη, αλλ’ ελπίζουσα να επαληθεύση, ότι αύριον ο
Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί του πυρός, και
έμεινεν άυπνος πέραν του μεσονυκτίου, αναλογιζόμενη την πικράν τύχην της.
Το πρωί,
μετά την λειτουργίαν (ήτο παραμονή των Χριστουγέννων) ο παπα–Δημήτρης, ο
ενορίτης της, επαρουσιάσθη αίφνης εις την θύραν του πενιχρού οικίσκου.
– Καλώς τα δέχθης, της είπε μειδιών.
«Καλώς τα δέχθη» αυτή! και από ποίον επερίμενε τίποτε;
– Έλαβα ένα γράμμα διά σε, Αχτίτσα, προσέθηκεν ο γέρων ιερεύς, τινάσσων την
χιόνα από το ράσον και το σάλι του.
– Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, εψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό
και το ρακί να τον φιλέψω;
Ο ιερεύς ανέβη την τετράβαθμον κλίμακα και ελθών εκάθισεν επί του σκαμνίου.
Ηρεύνησε δε εις τον κόλπον του και εξήγαγε μέγαν φάκελλον με πολλάς και
ποικίλας σφραγίδας και γραμματόσημα.
– Γράμμα, είπες, παπά, επανέλαβεν η Αχτίτσα, μόλις τότε αρχίσασα να εννοή τι
της έλεγεν ο ιερεύς.
Ο φάκελλος, ον είχεν εξαγάγει από του κόλπου του, εφαίνετο ανοικτός από το εν
μέρος.
– Απόψε έφθασε το βαπόρι, επανέλαβεν ο εφημέριος· εμένα μου το έφεραν τώρα
μόλις έβγαινα από την εκκλησίαν.
Και ενθείς την χείρα έσω του φακέλλου εξήγαγε διπλωμένον χαρτίον.
– Το γράμμα είνε προς εμέ, προσέθηκεν, αλλά σέ αποβλέπει.
– Εμένα; εμένα; επανέλαβεν έκπληκτος η γραία.
Ο παππα–Δημήτρης εξεδίπλωσε το χαρτίον.
– Είδεν ο Θεός τον πόνον σου και σου στέλλει μικράν βοήθειαν, είπεν ο αγαθός
ιερεύς. Ο γυιός σου, σου γράφει από την Αμερικήν.
– Απ’ την Αμέρικα ; ο Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθηκεν; ανέκραξε περιχαρής,
ποιούσα το σημείον του Σταυρού η γραία.
Και είτα προσέθηκε:
– Δόξα σοι ο Θεός!
Ο ιερεύς έβαλε τα γυαλιά του και εδοκίμασε ν’ αναγνώση.
– Είναι, κακογραμμένα, κ’ εγώ δυσκολεύομαι να διαβάζω αυτές τις τζίφρες, που
έβγαλαν τώρα, αλλά θα προσπαθήσωμεν να βγάλωμεν νόημα.
Και ήρχισε μετά δυσκολίας, και σκοντάπτων συχνά, ν’ αναγινώσκη:
«Παππα–Δημήτρη, το χέρι σου φιλώ. Πρώτον ερωτώ δια το αίσιον κτλ. κτλ. Εγώ
λείπω πολλά χρόνια και δεν ηξεύρω αυτού τι γίνονται, ούτε αν ζουν ή απέθαναν.
Είμαι εις μακρυνόν μέρος, πολύ βαθειά, εις τον Παναμάν, και δεν έχω καμμίαν
συγκοινωνίαν με άλλους πατριώτες που ευρίσκονται εις την Αμερικήν. Προ τριών
χρόνων εντάμωσα τον (δείνα) και τον (δείνα), αλλά και αυτοί έλειπαν χρόνους
πολλούς, και δεν είξευραν τι γίνεται εις το σπίτι μας.
»Εάν ζη ο
πατέρας ή η μητέρα μου, ειπέ τους να με συγχωρήσουν, διότι δια καλό πάντα
πασχίζει ο άνθρωπος και εις κακό πολλές φορές βγαίνει. Εγώ αρρώστησα δύο φορές
από κακές ασθένειες του τόπου εδώ και έκαμα πολύν καιρόν εις τα σπιτάλια. Τα
ό,τι είχα και δεν είχα επήγαν εις την ασθένειαν και μόλις εγλύτωσα την ζωήν
μου. Είχα υπανδρευθή προ δέκα χρόνων κατά την συνήθειαν του τόπου εδώ, αλλά
τώρα είμαι απόχηρος, και άλλο καλλίτερον δεν ζητώ, παρά να πιάσω ολίγα χρήματα
να έλθω εις την πατρίδα, αν προφθάσω τους γονείς μου να μ’ ευλογήσουν. Και να
μην έχουν παράπονον εις εμέ, διότι έτσι θέλει ο Θεός, και δεν ημπορούμε εμείς
να πάμε κόντρα. Και να μη βαρυγνωμούν αν δεν είναι θέλημα Θεού, δεν μπορεί
άνθρωπος να προκόψη.
»Σου στέλλω
εδώ εσωκλείστως ένα συνάλλαγμα επ’ ονόματί σου, να υπογράψης η αγιωσύνη σου,
και να φροντίσουν να το εξαργυρώσουν ο πατέρας ή η μητέρα εάν ζουν. Και αν, ό
μοι γένοιτο, είνε αποθαμμένοι, να το εξαργυρώσης η αγιωσύνη σου, να δώσης εις
κανένα αδελφόν μου, εάν είναι αυτού, ή εις κανέν ανίψι μου, και εις άλλα πτωχά.
Και να κρατήσης και η αγιωσύνη σου εάν οι γονείς μου είναι αποθαμμένοι, έν
μέρος του ποσού αυτού δια τα σαρανταλείτουργα…».
Πολλά
έλεγεν η επιστολή αύτη και έν σπουδαίον παρέλιπε. Δεν ανέφερε το ποσόν των
χρημάτων, δι’ όσα ήτο η συναλλαγματική. Ο παπα–Δημήτρης παρατηρήσας το πράγμα,
εξέφερε την εικασίαν, ότι ο γράψας την επιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ότι είχεν
ορίσει το ποσόν των χρημάτων παραπάνω, ενόμισε περιττόν να το επαναλάβη
παρακατιών, διό και έλεγε «του ποσού αυτού».
Εν τούτοις
άφατος ήτο η χαρά της Αχτίτσας, λαβούσης μετά τόσα έτη ειδήσεις περί του υιού
της. Ως υπό τέφραν κοιμώμενος από τόσων ετών ο σπινθήρ της μητρικής στοργής
ανέθορεν εκ των σπλάγχνων εις το πρόσωπόν της και η γεροντική, ρικνή, και
ερρυτιδωμένη όψις της, ηγλαΐσθη με ακτίνα νεότητος και καλλονής.
Τα δύο παιδία, αν και δεν ενόουν περί τίνος επρόκειτο, ιδόντα την χαράν της
μάμμης των ήρχισαν να χοροπηδώσι.
Ο
κυρ-Μαργαρίτης δεν ήτον ιδίως προεξοφλητής, ή τοκιστής, ή έμπορος, ήτον όλα
αυτά ομού. Ένα φόρον επιτηδεύματος επλήρωνεν, αλλ’ έκαμνε τρεις τέχνας.
Η
γραία–Αχτίτσα εις φοβεράν διατελούσα ένδειαν, έλαβε το παρά του υιού της
αποσταλέν γραμμάτιον, εφ’ ου εφαίνοντο γράμματα κόκκινα και μαύρα, άλλα έντυπα
και άλλα χειρόγραφα, εξ ων δεν ενόει τίποτε ούτε ο γηραιός εφημέριος, ούτε
αυτή, και μετέβη εις το μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη.
Ο κυρ-Μαργαρίτης
ερρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ετίναξε την βράκαν του, εφ’ ης έπιπτε πάντοτε μέρος
ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι των οφρύων την σκούφιαν του, έβαλε τα γυαλιά του,
και ήρχισε να εξετάζη διά μακρών το γραμμάτιον.
– Έρχεται
απ’ την Αμέρικα; είπε. Σ’ εθυμήθηκε, βλέπω, ο γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.
Είτα επανέλαβεν:
– Έχει τον αριθμόν 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονέδα να είναι, δέκα
σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολοννάτα ή δέκα…
Διεκόπη. Παρ’ ολίγον θα έλεγε «δέκα λίρες».
– Να φωνάξουμε το δάσκαλο, εμορμύρισεν ο κυρ-Μαργαρίτης· ίσως εκείνος ξεύρει να
το διάβαση. Τι γλώσσα να είνε τάχα ;
Ο ελληνοδιδάσκαλος, όστις εκάθητο βλέπων τους παίζοντας το κιάμο εις
παράπλευρον καφενείον, παρακληθείς μετέβη εις το μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη.
Εισήλθεν ορθός, δύσκαμπτος, έλαβε το γραμμάτιον, παρεκάλεσε τον κυρ-Μαργαρίτην
να τον δανείση τα γυαλιά του και ήρχισε να συλλαβίζη τους λατινικούς
χαρακτήρας.
– Πρέπει να
είναι αγγλικά, είπεν, εκτός αν είναι γερμανικά. Από πού έρχεται αυτό το
δελτάριον;
– Απ’ την Αμέρικα, κυρ δάσκαλε, είπεν η θειά Αχτίτσα.
– Από την Αμερικήν; τότε θα είνε αγγλικόν.
Και ταύτα λέγων προσεπάθει να συλλαβίση τας λέξεις: ten pounds sterling, άς
έφερε χειρογράφους η επιταγή.
– Sterling, είπε· sterling θα σημαίνη τάλληρον, πιστεύω. Η λέξις φαίνεται να
είναι της αυτής ετυμολογίας, απεφάνθη δογματικώς.
Και επέστρεψε το γραμμάτιον εις χείρας του κυρ-Μαργαρίτη.
– Αυτό θα είναι, είπε, και επειδή υπάρχει επί της κεφαλίδος ο αριθμός 10, θα
είναι χωρίς άλλο γραμμάτιον διά δέκα τάλληρα. Το κάτω–κάτω, οφείλω να σας είπω ότι
δεν γνωρίζω από χρηματιστικά. Εις άλλα ημείς ασχολούμεθα, οι άνθρωποι των
γραμμάτων.
Και τούτο
ειπών, επειδή ησθάνθη ψύχος εις το πλακόστρωτον και κατάψυχρον μαγαζείον τον
κυρ-Μαργαρίτη, επέστρεψεν εις το καφενείον, ίνα θερμανθή.
Ο
κυρ-Μαργαρίτης, είχεν αρχίσει να τρίβη τας χείρας και κάτι εφαίνετο
σκεπτόμενος.
–Τώρα, τι τα θέλεις, είπε στραφείς προς την γραίαν. Οι καιροί είνε δύσκολοι,
μεγάλα κεσάτια. Να το πάρω, να σου το εξαργυρώσω, ξέρω πως είναι σίγουρος ο
παράς μου, ξέρω αν δεν είναι και ψεύτικο; Από κει κάτω, απ’ τον χαμένον κόσμον,
περιμένεις αλήθεια; Όλες οι ψευτιές, οι καλπουζανιές, από κεί μας
έρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια οι σουρτούκηδες (με συγχωρείς, δεν λέγω το γυιό
σου), εκεί που ψένει ο ήλιος το ψωμί, και δεν νοιάζονται να στείλουν ένα παρά,
ένα σωστόν παρά, μοναχά στέλνουν παλιόχαρτα.
Έφερε δύο
βόλταις περί το τεράστιον λογιστήριόν του και επανέλαβε·
–Και δεν
είναι μικρό πράγμα αυτό, να σε χαρώ, είναι δέκα τάλλαρα. Να είχα δέκα τάλλαρα
εγώ, παντρευόμουνα.
Είτα
εξηκολούθησε:
– Μα τι να σου πω; σε λυπούμαι, που είσαι καλή γυναίκα, κι έχεις και κείνα τα
ορφανά. Να κρατήσω εγώ ενάμισυ τάλλαρο διά τους κινδύνους που τρέχω, και για τα
οχτώμισυ πλιά … Και για νάμαστε σίγουροι, μη γυρεύης κολονάτα, να σου δώσω
πεντόφραγκα, για νάμαστε μέσα… Οχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν … Α!.. ξέχασα…
Τουναντίον,
δεν είχε ξεχάσει· απ’ αρχής της συνεντεύξεως, αυτό εσκέπτετο.
– Ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός, κάτι έκανε να μου δίνη, δεν θυμούμαι τώρα…
Και επέστρεψεν εις το λογιστήριόν του.
– Μα κ’ εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου, μου έφαγε δυο τάλλαρα θαρρώ…
Και ωπλίσθη με το πελώριον κατάστιχόν του.
– Είναι δίκηο να τα κρατήσω…εσένα, όσα σου δώσω, θα σου φανούν χάρισμα.
Ήνοιξε το κατάστιχον.
Αι κατάπυκνοι και μυροβολούσαι σελίδες του καταστίχου τούτου ωμοίαζον με πίονας
αγρούς, με γην αγαθήν. Ό,τι έσπειρε τις εν αυτώ, εκαρποφόρει πενταπλασίως. Ήτο,
ως να έκοπτέ τις τα φύλλα του δενδρυλλίου, εκάστοτε ότε εγένετο εξόφλησις
κονδυλίου τινός, αλλ’ η ρίζα έμενεν υπό την γην, μέλλουσα και πάλιν ν’
αναβλαστήση.
Ο
κυρ-Μαργαρίτης εύρε παρευθύς τους δύο λογαριασμούς.
– Εννιά και δεκαπέντε, μου χρωστούσε ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε, και δυο
τάλλαρα δανεικά κι’ αγύριστα του γαμπρού σου γίνονται…
Και λαβών
κάλαμον ήρχισε να εκτελή την πρόσθεσιν πρώτον και την αναγωγήν των ταλλήρων εις
δραχμάς, είτα την αφαίρεσιν από του ποσού των δέκα γαλλικών ταλλήρων.
– Κάνει να
σου δίνω …ήρχισε να λέγη ο κυρ-Μαργαρίτης.
Τη στιγμή
εκείνη εισήλθε νέον πρόσωπον.
Ήτον
έμπορος Συριανός, παρεπιδημών δι’ υποθέσεις εις την μικράν νήσον.
Άμα εισελθών διηυθύνθη μετά μεγίστης ελευθερίας και θάρρους εις το λογιστήριον,
όπου ίστατο ο κυρ-Μαργαρίτης.
– Τι έχουμε, κυρ-Μαργαρίτη; Τ’ είν’ αυτό; είπεν, ιδών πρόχειρον επί του
λογιστηρίου το γραμμάτιον της πτωχής γραίας.
Και λαβών τούτο εις χείρας:
– Συναλλαγματική διά δέκα αγγλικάς λίρας από την Αμερικήν, είπε καθαρά τη φωνή,
πού ευρέθη εδώ; Κάμνεις και τέτοιες δουλειές, κυρ- Μαργαρίτη;
– Για δέκα λίρες! επανέλαβεν αυθορμήτως η Αχτίτσα, ακούσασα ευκρινώς την λέξιν.
– Ναι, διά δέκα αγγλικάς λίρας, είπε και πάλιν στραφείς προς αυτήν ο
Ερμουπολίτης. Μήπως είναι δικό σου;
– Μάλιστα.
Η θειά-Αχτίτσα, εν καταφάσει, έλεγε πάντοτε ναι, αλλά νυν ηπόρει και αυτή πώς
είπε «μάλιστα» και πού εύρε την λέξιν ταύτην.
– Για δέκα ναπολεόνια, θα είναι ίσως, είπε δάκνων τα χείλη ο κυρ- Μαργαρίτης.
– Σου λέγω διά δέκα αγγλικάς λίρας, επανέλαβε και αύθις ο Συριανός έμπορος.
Παίρνεις από λόγια;
Και έρριψε δεύτερον μακρόν βλέμμα επί του γραμματίου.
– Είναι σίγουρος παράς, αρζάν-κοντάν, σου λέγω. Θα το εξοφλήσης, ή το εξοφλώ
αμέσως;
Και έκαμε κίνημα να εξαγάγη το χρηματοφυλάκιόν του.
– Μπορεί να το πάρη κανείς για εννέα λίρες. ..γαλλικές, είπε διστάζων ο
κυρ-Μαργαρίτης.
– Γαλλικές; …το παίρνω εγώ δια εννέα αγγλικές.
Και στρέψας όπισθεν το φύλλον του χάρτου, είδε την υπογραφήν, ην είχε βάλει ο αγαθός
ιερεύς, παρέβαλεν αυτήν με το όνομα το φερόμενον εν τω κειμένω, και την εύρε
σύμφωνον και, ανοίξας το χρηματοφυλάκιον, εμέτρησεν εις την χείρα της
θειά-Αχτίτσας, και προ των εκθάμβων οφθαλμών αυτής εννέα στιλπνοτάτας αγγλικάς
λίρας.
Και ιδού
διατί η πτωχή γραία εφόρει τη ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή «άδολην»
μανδήλαν, τα δε δύο ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια διά τα ισχνά μέλη των και
θερμήν υπόδεσιν διά τους παγωμένους πόδας των.