Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Η φανέλα με το 14



​Η περίφημη φανέλα με το Νο 14 θα μάγευε την Ευρώπη με το συναρπαστικό ποδόσφαιρο που έπαιζε, δένοντας για πάντα τη μοίρα του Κρόιφ με την πορεία του Άγιαξ και της εθνικής Ολλανδίας. Ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που πάτησαν ποτέ χορτάρι θα μας άφηνε κληρονομιά ένα μοναδικό στιλ, τόσο ατομικό όσο και συλλογικό, με το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» που εμπνεύστηκαν και υλοποίησαν οι Ολλανδοί στη δεκαετία του '70 να τον έχει φυσικά ακρογωνιαίο λίθο.


​Ο Χέντρικ Γιόχαν Κρόιφ γεννιέται στις 25 Απριλίου 1947 στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, με τη μοίρα να θέλει το σπίτι του να βρίσκεται δίπλα ακριβώς στο γήπεδο του Άγιαξ. Όπως και για τα περισσότερα αγόρια του Άμστερνταμ, οι ποδοσφαιρικές ακαδημίες του Άγιαξ ήταν η ιδανική επιλογή, με τον νεαρό Γιόχαν να γράφεται στην ομάδα το 1957, σε ηλικία 10 ετών. Εκεί θα περάσει τα επόμενα 7 χρόνια, ξεχωρίζοντας γρήγορα από τον σωρό και παίρνοντας τον τιμητικό τίτλο του φοβερού ταλέντου, γινόμενος ένας από τους πλέον φερέλπιδες παίκτες της γενιάς του, διάκριση καθόλου εύκολη μάλιστα όταν μιλάμε για την ακαδημία νέων του Άγιαξ της εποχής, απ' όπου ξεπηδούσαν συνεχώς απίθανα ταλέντα. Ήταν το 1964 όταν ο Κρόιφ θα περιληφθεί στις τάξεις της βασικής ομάδας και θα ντεμπουτάρει στην πρώτη κατηγορία του ολλανδικού ποδοσφαίρου, σκοράροντας μάλιστα στο πρώτο του ματς με τα χρώματα του Άγιαξ και δίνοντας υποσχέσεις για το μέλλον. Υποσχέσεις που θα υλοποιούσε μόλις την επόμενη αγωνιστική χρονιά, το 1965-1966, όταν θα σκοράρει 25 γκολ σε 23 αγώνες, επίδοση που θα τον συμπεριλάβει στους κορυφαίους σκόρερ του πρωταθλήματος και θα του εξασφαλίσει θέση στη βασική ενδεκάδα, με τον Άγιαξ να στέφεται ταυτόχρονα πρωταθλητής Ολλανδίας! Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο αθλητικός Τύπος αρχίζει να ασχολείται εκτεταμένα με τον δαιμόνιο πιτσιρικά, την ίδια στιγμή που ακούγονται φήμες μέχρι και για συμμετοχή του στην εθνική ομάδα των Οράνιε. Η καλύτερη σεζόν του στον Άγιαξ θα ήταν βέβαια η επόμενη, το 1966-1967, όταν θα σκοράρει 33 γκολ και θα γίνει ο πρώτος σκόρερ της Eredivisie, οδηγώντας την ομάδα του στο νταμπλ (πρωτάθλημα και κύπελλο Ολλανδίας)! Ήταν πλέον ο φυσικός ηγέτης του Άγιαξ.Το ίδιο μοτίβο θα συνεχιστεί και για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, τη σεζόν 1967-1968, με τον ίδιο να βραβεύεται ως ο καλύτερος παίκτης της χώρας για δεύτερη απανωτή φορά, θρίαμβο που θα επαναλάβει και το 1969, όταν κάτω από τον επιτελικό του ρόλο ο Άγιαξ θα ξανακάνει το νταμπλ! Η σεζόν του 1970 θα του φέρει όμως έναν σοβαρό τραυματισμό, που θα τον κρατήσει εκτός γηπέδων για αρκετό καιρό. Η συνολική συγκομιδή του στα πρώτα 9 χρόνια με τον Άγιαξ θα ήταν ωστόσο εντυπωσιακότατη: 6 πρωταθλήματα, 4 κύπελλα Ολλανδίας και 3 Κύπελλα Πρωταθλητριών (το σημερινό Champions League)! Στα χρόνια του στον Άγιαξ θα πάρει και δύο φορές τη Χρυσή Μπάλα ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της Ευρώπης, το 1971 και το 1973. Το καλοκαίρι ωστόσο του 1973, αφού πήρε τα πάντα που μπορούσε να πάρει με τον Άγιαξ (ακόμη και το Διηπειρωτικό του '72), ο 26χρονος Κρόιφ αποφάσισε πως ήταν ώρα για μια δραστική αλλαγή στην καριέρα του και αποδέχτηκε τελικά την πρόταση της Μπαρτσελόνα, τις φορτικές πιέσεις της οποίας δεχόταν ήδη εδώ και 3 χρόνια...





Τα χρόνια της Μπαρτσελόνα
Ο Κρόιφ ήταν ήδη αστέρι πρώτου μεγέθους όταν μετακινήθηκε στην Μπαρτσελόνα, όπου παρά την πίεση που είχε στις πλάτες του τα κατάφερε μια χαρά. Κέρδισε μάλιστα τους οπαδούς της ομάδας της Βαρκελώνης πριν καν ξεκινήσει το πρωτάθλημα, ισχυριζόμενος ότι επέλεξε την Μπάρτσα από τη Ρεάλ Μαδρίτης καθώς δεν θα έπαιζε ποτέ μπάλα για μια ομάδα που ήταν συνδεδεμένη με τον δικτάτορα Φράνκο! Ταυτοχρόνως, δίνει στον γιο του ένα σαφώς καταλανικό όνομα (Jordi), γεγονός που αύξησε κι άλλο την εμπιστοσύνη των οπαδών στο πρόσωπό του. Εκεί που θα τους κέρδιζε όμως καθοριστικά ήταν μέσα στο γήπεδο, όταν θα έκανε αυτομάτως αισθητή την παρουσία του στην ομάδα βοηθώντας την Μπαρτσελόνα να κατακτήσει το πρωτάθλημα της Primera Division του 1973-1974 για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, συντρίβοντας μάλιστα τον αιώνιο αντίπαλο Ρεάλ Μαδρίτης με 5-0 μέσα στο γήπεδό της! Ονομάζεται και πάλι (τρίτη φορά) ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς... Παρά τις οργανωτικές του δεξιότητες και την ασύλληπτη μπάλα που έπαιζε, η συγκομιδή του σε τρόπαια στις 5 αγωνιστικές σεζόν που πέρασε στην Μπαρτσελόνα θα είναι ωστόσο φτωχή, κατακτώντας μόνο το κύπελλο Ισπανίας το 1978: «ψίχουλα» δηλαδή συγκριτικά με τα χρόνια του Άγιαξ. Στην περίοδό του στην Μπαρτσελόνα σημείωσε βέβαια μια σειρά από μνημειώδη γκολ, όπως το περίφημο «Phantom Goal» που έβαλε σε ματς κατά της Ατλέτικο Μαδρίτης και θα γινόταν ένα από τα κορυφαία ποδοσφαιρικά στιγμιότυπα όλων των εποχών. Και βέβαια ήταν και η πορεία του με τα εθνικά χρώματα της Ολλανδίας στη δεκαετία του '70: εκεί θα έδειχνε το ποδοσφαιρικό φαινόμενο την πλήρη γκάμα της τεχνικής του, με το περίφημο «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» να τον έχει ακρογωνιαίο λίθο: και τα 15 γκολ της Ολλανδίας στο Μουντιάλ του '74 άρχισαν ή τελείωσαν με τον αρχηγό της ομάδας και αστέρι του Άγιαξ! Ο επιθετικογενής μέσος όργωνε όλο το γήπεδο παίζοντας από τις πιο συναρπαστικές μπάλες που έχουν δει ποτέ οπαδικά μάτια.

Αμερικανικές περιπέτειες
Σε ηλικία 32 ετών, με το καμπανάκι του τέλους να χτυπά για τον κορυφαίο άσο, υπέγραψε παχυλότατο συμβόλαιο για να συνεχίσει την καριέρα του στις ΗΠΑ, στην ομάδα Los Angeles Aztecs. Επόμενο ήταν το «φαινόμενο» να στεφθεί Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς στο βορειοαμερικανικό πρωτάθλημα του NASL, με την επόμενη σεζόν να τον βρίσκει ωστόσο σε άλλη ομάδα των ΗΠΑ, αυτή τη φορά στους Washington Diplomats ('79-'80). Στη νέα του ομάδα θα περάσει βέβαια μόλις έναν χρόνο, με το καλοκαίρι του 1980 να τον βρίσκει να ετοιμάζει περιχαρής τις βαλίτσες του για να επιστρέψει στα ποδοσφαιρικά σαλόνια που τον είχαν αναδείξει σε αστέρι διεθνούς βεληνεκούς, στην Ευρώπη δηλαδή... Αφού μια σειρά από μεταγραφές σε ομάδες πρώτης κατηγορίας ναυάγησαν, ο Κρόιφ βρέθηκε στις τάξεις της ισπανικής Λεβάντε, ομάδα που αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία, ντεμπουτάροντας στο γήπεδό της τον Μάρτιο του 1981. Στη Λεβάντε θα κάνει ωστόσο μόλις 10 εμφανίσεις, με τον ίδιο να ταλανίζεται από τραυματισμούς αλλά και διενέξεις με τη διοίκηση της ισπανικής ομάδας. Ο Δεκέμβριος του 1981 θα τον βρει στην αγαπημένη του ομάδα, τον Άγιαξ, με τον οποίο υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας για τη συγκεκριμένη αγωνιστική χρονιά. Η μετακίνηση του αστέρα που δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη ωστόσο στην ομάδα του Άμστερνταμ θα σημαδευόταν από επιτυχίες, με τον ίδιο να αποτελεί κινητήριο μοχλό της κατάκτησης του ολλανδικού πρωταθλήματος και το '81-'82 και το '82-'83 (νταμπλ)! Καθώς βέβαια είχε φτάσει στο χρονικό ορόσημο της απόσυρσής του από την ενεργό δράση, ο Άγιαξ επέλεξε τελικά να μην του ανανεώσει το συμβόλαιο το 1983, με τον ίδιο να μετακινείται σχεδόν εκδικητικά στη μεγάλη αντίπαλο του Άγιαξ, τη Φέγιενορντ του Ρότερνταμ! Πριν τον εγκαταλείψει ο Άγιαξ, ο Κρόιφ χάρισε στον κόσμο μια από τις εκπληκτικότερες εκτελέσεις πέναλτι που έχουμε δει ποτέ: ήταν κόντρα στη Helmond Sport το 1982 όταν θυμήθηκε την απίθανη εκτέλεση του Rik Coppens κάπου 25 χρόνια νωρίτερα και είπε να την επαναλάβει... Η τελευταία σεζόν του στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο θα λάμβανε χώρα λοιπόν με τη Φέγιενορντ, ολοκληρώνοντας την καριέρα του με τον ίδιο τρόπο που την είχε παίξει όλα αυτά τα χρόνια: με απίστευτο στιλ! Τα 11 γκολ του στα 33 ματς θα βοηθούσαν την ομάδα του Ρότερνταμ να κατακτήσει το νταμπλ και θα κοσμούσαν με άλλα δύο έπαθλα την πλούσια τροπαιοθήκη του Κρόιφ.

Απόσυρση και προπονητική καριέρα
Όταν αποσύρθηκε το 1984, ο Κρόιφ πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια απολαμβάνοντας την ήσυχη καθημερινότητα, πριν αποφασίσει τελικά να σπουδάσει προπονητική. Και όπως ήδη ξέρουμε, η πρώτη ομάδα που θα του έδινε τη δυνατότητα να κάνει πράξη αυτά που έμαθε στη σχολή δεν θα ήταν άλλη από τη μεγάλη του αγάπη, τον Άγιαξ! Στα δύο χρόνια που πέρασε στον πάγκο της ομάδας του Άμστερνταμ θα κέρδιζε τα πρώτα του τρόπαια, όπως το κύπελλο Ολλανδίας του '86 και του '87, αλλά και το κύπελλο Κυπελλούχων της UEFA το '87. Η μη κατάκτηση του πρωταθλήματος ωστόσο θα τον ανάγκαζε να μετακινηθεί στην Μπαρτσελόνα, με την περίοδο των 8 ετών που πέρασε εκεί να λογίζεται πλέον ως ο κολοφώνας της προπονητικής του καριέρας: κύπελλο Κυπελλούχων το 1989, κύπελλο Ισπανίας το 1990, πρωτάθλημα Ισπανίας το 1991, σχεδόν τα πάντα το 1992(!), αλλά και δύο ακόμη πρωταθλήματα το 1993 και 1994 θα έκαναν τον Κρόιφ μεγάλο αγαπημένο της Μπάρτσα (από το 2010 είναι τιμητικά πρόεδρος της ομάδας) αλλά και ανάμεσα στους πλέον αξιοσέβαστους προπονητές της Ευρώπης. Τελευταία προπονητική περιπέτεια, αφού επέστρεψε δύο φορές στον Άγιαξ ως τεχνικός σύμβουλος, ήταν στη μεξικανική Ντεπορτίβο Γκουανταλαχάρα, στην οποία υπέγραψε το 2012, λίγους μήνες ωστόσο αργότερα βρέθηκε απολυμένος..
.Στις 24 Μαρτίου του 2016 ο Γιόχαν Κρόιφ έφυγε ήσυχα από τη ζωή στην Βαρκελώνη, έχοντας στο πλευρό του την οικογένεια του μετά από σκληρή μάχη που έδωσε με τον καρκίνο. 

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

20-3-1834 ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία

Σαν σήμερα ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία.



Στις 20 Μαρτίου του 1834 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας παραπέμπονται σε δίκη με τις κατηγορίες της συνωμοσίας και της εσχάτης προδοσίας.


Η δίκη των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημήτριου Πλαπούτα για συνωμοσία εναντίον του βασιλιά Όθωνα ξεκίνησε στις 16 Απριλίου. Ο «Γέρος του Μοριά» αν και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, με την έλευση του τελευταίου το1832, έγινε στόχος συκοφαντιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων. Η βαυαρική αντιβασιλεία δυσανασχετούσε έντονα εξαιτίας της φιλοκαποδιστριακής και φιλορωσικής του τοποθέτησης.

Ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και συνελήφθη μαζί με τους Πλαπούτα, Τζαβέλα, Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνωμοσία για την ανατροπή του ανήλικου βασιλιά. Ήθελαν, λέει, να ανατρέψουν τον ανήλικο Όθωνα, και να επιβάλουν τη δική τους καταστροφική τάξη πραγμάτων.

Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ποινής το ακροατήριο έμεινε άναυδο.

Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Με την ενηλικίωσή του ο Όθων έδωσε χάρη.

Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Έζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.

Το σκοτεινό μπουντρούμι, που έχει ταυτιστεί στη συνείδησή μας ως φυλακή του Κολοκοτρώνη στο Παλαμήδι, φαίνεται πως δεν ήταν ο χώρος που έμεινε έγκλειστος ο θρυλικός Γέρος του Μοριά μετά την καταδίκη του σε θάνατο στις 26 Μαΐου 1834 από το καθεστώς της Αντιβασιλείας του Όθωνα.

Η φυλακή του ήταν όντως στο Παλαμήδι, όχι όμως στον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα. Ήταν σε ένα μικρό ισόγειο κτίσμα με παράθυρο και μικρή αυλή στον προμαχώνα του Μιλτιάδη.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του αναφέρεται συνοπτικά στη φυλάκισή του στο Παλαμήδι μετά την καταδίκη του χωρίς καμιά περιγραφή της φυλακής.

«Μ’ έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον] έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ’ το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που ‘χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».

Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.

Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;

 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πού κατάγεσαι;

Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;

 Εξήντα τέσσερων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα κάνεις;

Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;
Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
 Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι λέγατε;
 Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;
 Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;
 Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
 Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι;
Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;
 Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;
 Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια ανα-φορά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν άκουσες τίποτα;
 Όχι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;
Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;
 Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
 Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;
 Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν τον είχες δει προηγουμένως;
 Όχι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;
 Ναι, είναι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;
 Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;
Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;
Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί έφυγες;
 Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;
 Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;
 Τούτω δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία.

 Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος».

Αυτά είπε ο Γέρος και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον Πέρση ποιητή Φιρντουσί.


Ο Σικαντέρ

Του Χακίμ Αμπντούλ-Κασέμ Φιρντουσί Τουσί.
Μετάφραση Δημήτρη Σκουρτέλη


Ο Μέγας Αλέξανδρος-Σικαντέρ.
Εικονογράφιση του Σαχ-Ναμέ

Ο Φαίλακος (=Φίλιππος) πριν πεθάνει έβαλε το στέμμα της εξουσίας στο κεφάλι του Σικαντέρ (=Αλέξανδρος) και διόρισε τον Αρίστου, (=Αριστοτέλης) που ήταν μαθητής του μεγάλου Αφλατούν, (=Πλάτωνας) σαν βεζίρη του. Του επέστησε την προσοχή, να ακολουθεί την οδό της αρετής και της δικαιοσύνης, και να βγάλει από την καρδιά του κάθε αίσθημα ματαιοδοξίας και υπερηφάνειας. Πάνω απ' όλα τον ικέτευσε να είναι δίκαιος και επιεικής, λέγοντας:

“Μην σκεφτείς πως είσαι 
σοφός. Αμαθής είσαι.
Και πάντα να ακούς τις συμβουλές.
Δεν είμαστε παρά σκόνη, δημιουργημένοι από σκόνη.
Και στις ζωές μας είμαστε αβοήθητοι και γεμάτοι θλίψεις.”

Ο Σικαντέρ για ένα διάστημα ακολούθησε πιστά τις εντολές του πατέρα του και τις συμβουλές του Αρίστου, τόσο στα ιδιωτικά, όσο και τα δημόσια ζητήματα.
Με το που ανέβηκε στον θρόνο, ο Δαρά(=Δαρείος) του έστειλε απεσταλμένο ζητώντας τον συνηθισμένο φόρο, αλλά πήρε ετούτη την απάντηση: “Πέρασε ο καιρός που οι Ρουμ (=Έλληνες, Ρωμιοί) αναγνώριζαν την ανωτερότητα της Περσίας. Τώρα είναι η σειρά σας να πληρώσετε φόρο υποτέλειας στους Ρουμ. Αν αυτό το αίτημά μου απορριφθεί, θα εισβάλλω αμέσως στην επικράτειά σου. Και δεν πιστεύω πως θα μείνω ευχαριστημένος από την Περσία μόνο, αλλά όλος ο κόσμος θα γίνει δικός μου. Συνεπώς, ετοιμάσου για πόλεμο.”
Ο Δαρά δεν είχε άλλη επιλογή, ούτε καν το να υποταχθεί. Έτσι μάζεψε τον στρατό του, γιατί ο Σικαντέρ ήδη βάδιζε εναντίον του.
Στα σύνορα της Περσίας οι δυο στρατοί ήρθαν σε οπτική επαφή και ο Σικαντέρ, μεταμφιεσμένος σε αγγελιαφόρο, είχε αποφασίσει να εκτιμήσει την ακριβή κατάσταση του εχθρού. Με αυτά στο νου, μπήκε στο περσικό στρατόπεδο και ο Δαρά, άφησε αυτόν που νόμιζε για πρεσβευτή να πλησιάσει και τον ρώτησε τι μήνυμα του έστελνε ο βασιλιάς των Ρουμ.
Άκου με” είπε ο δήθεν απεσταλμένος. “Ο Σικαντέρ δεν εισέβαλε στο βασίλειό σου μόνο και μόνο για να πολεμήσει, αλλά για να γνωρίσει την ιστορία του, τους νόμους και τα έθιμά του, με προσωπική του εμπειρία. Σκοπός του είναι να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Ποιος ο λόγος λοιπόν να σου κάνει πόλεμο; Παραχώρησέ του ασφαλή διάβαση από το βασίλειό σου και δεν θέλει τίποτα άλλο. Αν όμως θες να προχωρήσεις σε εχθροπραξίες, να ξέρεις πως δεν υπολογίζει καθόλου το μεγαλείο της δύναμής σου.”
Ο Δαρά εντυπωσιάστηκε με την μεγαλοπρέπεια και την ευγένεια του απεσταλμένου, γιατί δεν είχε ξαναδεί όμοιό του, και είπε με έντονο τρόπο:

Ο ποιητής Φιρντουσί
"Το όνομά σου ποιο, και ποια η γενιά σου;
Γιατί αυτό το έντονο μέτωπο, το άφοβο μάτι
μαρτυράνε λαμπρή γενιά. Και πράγματι
Σικαντέρ, γιατί αυτός νομίζω πως είσαι,
με τέτοια ευφράδεια και έκφραση ευγενική;
Όχι” είπε ο απεσταλμένος, “δεν είναι αυτή η θέση μου.
Ο Σικαντέρ έχει στον πολυάριθμο στρατό του
χιλιάδες ανώτερους από μένα, τον ταπεινό σκλάβο
που στέκεται μπροστά σου. Για μένα δεν είναι
να παίρνω τις εκφράσεις των βασιλέων,
να πιθηκίζω τους τρόπους τους και την υψηλή θέση τους.”

Ο Δαρά δεν μπορούσε να κρατήσει το χαμόγελό του και παράγγειλε να φέρουν αναψυκτικά και κρασί. Γέμισε ένα κύπελλο και το έδωσε στον απεσταλμένο, που το ήπιε, αλλά δεν το έδωσε άδειο στον οινοχόο όπως ήταν το συνήθειο. Αυτός ζήτησε το κύπελλο και ο Δαρά ρώτησε τον απεσταλμένο γιατί δεν το δίνει πίσω. “Είναι έθιμο της χώρας μου” είπε αυτός “όταν δίνουμε ένα κύπελλο στα χέρια πρεσβευτή, να μην το δίνει πίσω.” Ο Δαρά διασκέδασε πολύ με αυτήν την εξήγηση και του παρουσίασε κι άλλο κύπελλο, συνολικά τέσσερα, που συστηματικά ο απεσταλμένος τα οικειοποιήθηκε με τον ίδιο τρόπο. Το βράδυ, δόθηκε συμπόσιο και ο Σικαντέρ αρνήθηκε όλα τα αναψυκτικά που του πρόσφεραν. Αλλά στη μέση της γιορτής κάποιος από τους συνδαιτυμόνες τον αναγνώρισε και αμέσως ψιθύρισε στον Δαρά πως ο εχθρός του ήταν στο έλεός του.

Το οξύ και προσεκτικό μάτι του Σικαντέρ είδε αμέσως
την σκηνή να αλλάζει, και πήδηξε στα πόδια του, όχι όμως πριν
βουτήξει τα τέσσερα κύπελλα. Και ορμώντας έξω από την τέντα
σάλταρε πάνω στ' άλογό του και κάλπασε μακριά.
Τόσο γρήγορα τα 'καμ΄ αυτά, που έκθαμβη
σηκώθηκε η ομήγυρις, και αμέσως μια ίλη
διατάχθηκε να τον καταδιώξει, αλλά η νύχτα η μαύρη
τους εμπόδισε την έρευνα, και σταμάτησε την γρήγορή τους όρεξη.


Μόλις έφτασε στο στρατό του, κάλεσε τον Αριστατάλη (=Αριστοτέλης; παραπάνω τον λέει αλλιώς. Ο Αριστοτέλης δεν συνόδευε τον Αλέξανδρο αλλά είχε στείλει μαζί του τονανιψιό του, τον ιστορικό Καλλισθένη)  και τους αυλικούς του, και καμαρώνοντας τους έδειξε τα τέσσερα κύπελλα. “Ετούτα”  είπε “τα πήρα από τον εχθρό μου, τα πήρα από το τραπέζι του πάνω, και μπροστά στα μάτια του. Εκτίμησα και την δύναμη και τους αριθμούς τους, και είμαι βέβαιος για την επιτυχία μου.”
Δεν χάθηκε πια άλλος χρόνος στις ετοιμασίες της μάχης. Οι στρατοί συγκρούστηκαν και πολέμησαν εφτά μέρες χωρίς να δοθεί αποφασιστικό χτύπημα. Την όγδοη μέρα ο Δαρά υποχρεώθηκε να το σκάσει και οι λεγεώνες του, νικημένες και ταλαιπωρημένες, καταδιώχθηκαν από τους Ρούμιδες με μεγάλη σφαγή ως τις όχθες του Ευφράτη. Τότε ο Σικαντέρ γύρισε πίσω για να καταλάβει την πρωτεύουσα. Στο μεταξύ ο Δαρά  συγκέντρωσε τις σκορπισμένες δυνάμεις του και δοκίμασε ξανά την τύχη του, αλλά νικήθηκε και πάλι.
Μετά από την δεύτερη επιτυχία του ο κατακτητής αφιερώθηκε τόσο πολύ στο να συμφιλιωθεί με τον λαό και να κερδίσει την συμπάθειά του, που σύντομα όλοι ξέχασαν τον παλιό βασιλιά και τα δικαιώματά του. Ο Σικαντέρ  τους είπε: “Αληθινά, η Περσία είναι κληρονομιά μου. Δεν είμαι ξένος, γιατί κατάγομαι από τον Δαράμπ. (ο πατέρας του Δαρά)  Συνεπώς πρέπει να εμπιστεύεστε με ασφάλεια την δικαιοσύνη και την πατρική μου φροντίδα σε ό, τι σχετίζεται με την ευημερία σας.” Το αποτέλεσμα ήταν πως λεγεώνα μετά από λεγεώνα, ενώνονταν με τους στόχους του και ενίσχυε την δύναμή του.
Όταν ο Δαρά  πληροφορήθηκε για την ολοκληρωτική αυτομόληση του στρατού του, είπε στους λίγους φίλους του που ήταν προσωπικά αφιερωμένοι σε αυτόν: “Αλί μου! Οι υπήκοοί μου εξαπατήθηκαν από την μαστορική παραπλάνηση και τα προσόντα του Σικαντέρ. Ακολουθεί στη σειρά των ατυχιών σας, η αιχμαλωσία των γυναικών και των παιδιών σας. Ναι, τα γυναικόπαιδά σας θα γίνουν σκλάβοι των κατακτητών.” Λίγα στρατεύματα, που είχαν παραμείνει πιστά στον άτυχο βασιλιά προσφέρθηκαν να κάνουν άλλη μια προσπάθεια εναντίον του εχθρού, και ο Δαρά ήταν πολύ ευγνώμων και πολύ γενναίος για να απογοητεύσει την ενθουσιώδη τους πίστη , αν και με τόσες μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Ένα τμήμα του στρατού λοιπόν έδωσε μάχη, και το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο. Ο Δαρά έγινε άλλη μια φορά φυγάς και ξέφυγε με τριακόσιους άντρες στη γειτονική έρημο. Ο Σικαντέρ αιχμαλώτισε την γυναίκα και την οικογένειά του, αλλά μεγαλόψυχα τους επέστρεψε στον άτυχο μονάρχη, ο οποίος, τώρα ζήταγε ένα καταφύγιο μέσα στις περιοχές του, με αντάλλαγμα τους θαμμένους θησαυρούς των προγόνων του. Ο Σικαντέρ,  σαν απάντηση, τον κάλεσε μπροστά του. Του υποσχέθηκε να του επιστρέψει τον θρόνο, για να μπορέσει να συνεχίσει τις κατακτήσεις του. Αλλά ο Δαρά  αρνήθηκε να πάει, αν και οι άρχοντες τον συμβούλευσαν να δεχτεί την πρόσκληση. “Προτιμώ να σκοτωθώ” είπε με συγκίνηση, “από το να εξευτελιστώ έτσι. Δεν μπορώ να παρουσιαστώ μπροστά του, αναγνωρίζοντας έτσι την εξουσία του επάνω μου.” Έχοντας αποφασίσει γι αυτό, έγραψε στον Φαούρ,  (Πώρο) έναν από τους βασιλιάδες των Ίντ,  (Ινδίες) για να ζητήσει την βοήθειά του. Ο Φαούρ  συνέστησε να τον επισκεφθεί, για να αποφασίσουν για την αντίδρασή τους. Η αλληλογραφία τους έγινε γνωστή στον Σικαντέρ, και αυτός φρόντισε να σταματήσουν τον εχθρό του, όποιο δρόμο και να έπαιρνε.
Ο Δαρά είχε δυο υπουργούς, (βεζίριδες)ονομαζόμενους Μαχιγιάρ και Τζαμουσιπάρ, που αφού ανακάλυψαν πως σύμφωνα με τις προβλέψεις των αστρολόγων ο άρχοντάς τους θα ΄πεφτε στα χέρια του Σικαντέρ μέσα σε λίγες μέρες, συσκέφθηκαν μαζί και σκέφτηκαν να τον σκοτώσουν μόνοι τους, για να κερδίσουν την εύνοια του Σικαντέρ. 'Ηταν  νύχτα, οι στρατιώτες της συνοδείας ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορες αποστάσεις, ενώ οι βεζίριδες είχαν εγκατασταθεί στα πλευρά του βασιλιά. Όπως ταξίδευαν, ο Τζαμουσιπάρ  βρήκε την ευκαιρία να χώσει το μαχαίρι του στα πλευρά του Δαρά και ο Μαχιγιάρ του έδωσε άλλο ένα χτύπημα, που έριξε κάτω τον μονάρχη. Αμέσως έστειλαν τα νέα στον Σικαντέρ που πήγε αμέσως εκεί, και το ξημέρωμα του φανέρωσε στα μάτια την θέα του πληγωμένου βασιλιά.

Γρήγορα πέζεψε, και με θλίψη έβαλε
το κεφάλι του Δαρά  στην αγκάλη του και έκλαψε
με πικραμένη την καρδιά, να βλέπει την μορφή του
κατακρεουργημένη από φριχτές πληγές.

Ο Σικαντέρ μπροστά στα μαντικά δέντρα
Ο Δαρά ακόμα ανάσαινε. Και όταν σήκωσε τα μάτια και είδε τον Σικαντέρ, αναστέναξε βαθιά. Ο Σικαντέρ είπε: “Σήκω, για να σε πάμε σε ασφαλές μέρος και να περιποιηθούμε σωστά τις πληγές σου.” -”Αλίμονο!” απάντησε ο Δαράς. “Ο καιρός των γιατρειών πέρασε. Σας αφήνω για τον ουρανό, και εύχομαι η βασιλεία σου να δώσει ειρήνη και ευτυχία στην Αυτοκρατορία.” -”Ποτέ” είπε ο Σικαντέρ,  “ποτέ δεν επιθύμησα να σε δω έτσι σφαγμένο κάτω, ποτέ να γίνω μάρτυρας αυτού του θεάματος! Αν ο Μεγαλοδύναμος σου χαρίσει την ζωή, θα είσαι πάλι ο μονάρχης της Περσίας και εγώ θα φύγω από δω. Η μάνα μου είπε πως εσύ και εγώ είμαστε γιοι του ίδιου πατέρα. Αυτή η αδελφική αγάπη μου σπαράζει την καρδιά.” Λέγοντας αυτά, τα δάκρυα κύλησαν το ένα πίσω από το άλλο στα μάγουλά του τόσο άφθονα, που έσταξαν στο πρόσωπο του Δαρά.  Και είπε πάλι: “Οι φονιάδες σου θα βρουν την εκδίκηση που τους αξίζει, και θα τιμωρηθούν όσο παίρνει.” Ο Δαρά τον ευλόγησε και είπε: “Το τέλος μου έρχεται, αλλά τα γλυκά σου λόγια και η ευγενική παρηγοριά σου έδιωξαν την θλίψη μου. Θα πεθάνω με ήσυχες τις σκέψεις μου. Μην κλαις άλλο:

Ο δρόμος μου τελείωσε, ο δικός σου ούτε καν άρχισε σχεδόν
Αλλά άκουσε την τελευταία μου επιθυμία, το τελευταίο μου αίτημα:
Διαφύλαξε την τιμή της οικογένειάς μου
σώσε την από την ατίμωση. Μια κόρη έχω
πιο ακριβή απ την ζωή μου είναι, την λένε Ροσούνγκ  (Ρωξάνη)
Παντρέψου την, σε ικετεύω, και αν ο Ουρανός
σε ευλογήσει με ένα αγόρι, αχ, βγάλε το
Ισφαντιγιάρ, ώστε να διαδώσει
με ζήλο τις ιερές θεωρίες του Ζερντούσχτ(Ζαρατούστρα)
την Ζενταβέστα.  Τότε η ψυχή μου
θα είναι ευτυχισμένη στον ουρανό. Αυτός, στην άνοδο του Ναου-ρούζ
θα  κάνει την γιορτή που αγαπώ
και θα ανάψει στον βωμό την ιερή φωτιά.
Και δεν θα σταματήσει το έργο του μέχρι η πίστη
του Λοχουράσπ  γίνει αποδεκτή παντού
και παντού πιστέψουν στην θρησκεία την αληθινή.”

Ο Σικαντέρ υποσχέθηκε πως σίγουρα θα εκπληρώσει τις επιθυμίες που έκφρασε, και μετά ο Δαρά ακούμπησε την παλάμη του χεριού του αδελφού του στο στόμα του, και σε λίγο ξεψύχησε. Και πάλι ο Σικαντέρ έκλαψε πικρά. Μετά το πτώμα τοποθετήθηκε σε χρυσό ανάκλιντρο, και το ξόδιασε με θλίψη μέχρι τον τάφο. Μετά την ταφή του Δαρά,  πήγαν τους δυο βεζίριδες, τον Τζαμουσιπάρ και τον Μαχιγιάρ, κοντά στον τάφο και τους εκτέλεσαν πάνω στην ταφόπλακα.

Δίκαιη εκδίκηση στο ένοχο κεφάλι
γιατί έχυσαν το αίμα του γενναιόδωρου μονάρχη τους.

Ο Σικαντέρ με τους αυλικούς του.
Τώρα ο Σικαντέρ  δεν είχε διεκδικητή για τον θρόνο της Περσίας, και άρχισε την βασιλεία του με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Κράτησε όλα τα έθιμα και τις διατάξεις που βρήκε και άφησε τους πάντες στην θέση και τα καθήκοντά τους. Χαιρόταν η καρδιά σου με την δικαιοσύνη και τον φιλελευθερισμό του. Έχοντας στο νου του την υπόσχεση που έδωσε στον Δαρά, έγραψε στη μάνα της Ροσούνγκ,  και αφού της κοινοποίησε τις τελευταίες εντολές του βασιλιά, της ζήτησε να του στείλει την Ροσούνγκ για να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία του αδελφού του. Η γυναίκα του Δαρά αμέσως συμμορφώθηκε με την διαταγή του και έστειλε την κόρη μαζί με πολλά δώρα στον Σικαντέρ. Με το που έφτασε, παντρεύτηκε με τον κατακτητή της σύμφωνα με τα έθιμα και τους νόμους της αυτοκρατορίας. Ο Σικαντέρ την  αγάπησε υπερβολικά και για χάρη της παρέμεινε για λίγο χρόνο στην Περσία, αλλά τελικά αποφάσισε να προχωρήσει στην Ινδία και να κατακτήσει αυτήν την χώρα των μάγων και μαγισσών.




Πλησιάζοντας στην Ινδία, έγραψε στον Καΐντ καλώντας τον να παραδώσει το βασίλειό του, και πήρε την ακόλουθη απάντηση:
Σίγουρα θα υποταχθώ  στην εξουσία σου, αλλά έχω τέσσερα πράγματα που κανείς άλλος δεν έχει και δεν μπορώ να παραδώσω. Μια κόρη όμορφη σαν άγγελο του Παραδείσου, έναν σοφό Βεζίρη, έναν επιδέξιο γιατρό, και ένα κύπελλο ανεκτίμητο.”
Παίρνοντας αυτήν την ασυνήθιστη απάντηση, ο Σικαντέρ του έστειλε πάλι γράμμα, όπου απαιτούσε όλα αυτά τα πράγματα άμεσα. Ο Καΐντ δεν τόλμησε να αρνηθεί ή να κάνει κάποια απόπειρα αποφυγής, και απρόθυμα υποτάχθηκε στην απαίτηση. Ο Σικαντέρ δέχτηκε τον Βεζίρη και τον γιατρό με μεγάλη ευγένεια και φροντίδα, και το βράδυ έκανε μεγάλη γιορτή, όπου παντρεύτηκε την όμορφη κόρη του Καΐντ, και παίρνοντας το κύπελλο από τα χέρια της, ήπιε όλο το κρασί που είχε μέσα. Μετά από αυτά, ο ίδιος ο Καΐντ τον υποδέχτηκε, και αναγνώρισε προσωπικά την εξουσία και την επικυριαρχία του.
Μετά, ο Σικαντέρ προχώρησε και ζήτησε την συμμαχία και την υποταγή του Φαούρ,(Πώρου) βασιλιά του Κανούζ,  και του έγραψε να υποταχθεί στην δυναμή του. Αλλά ο Φαούρ του απάντησε έντονα, λέγοντας:

Ο Καΐντ Ιντί είναι δειλός και σε υπάκουσε
αλλά εγώ είμαι ο Φαούρ, απόγονος μια ράτσας
ασύγκριτων πολεμιστών. Και θες να υποταχθώ
τώρα, και μάλιστα σε έναν Έλληνα!”

Ο Σικαντέρ τσαντίστηκε πολύ με αυτήν την ιταμή απάντηση. Η δύναμη που είχε μαζί του, έφτανε τώρα τις ογδόντα χιλιάδες. Τριάντα χιλιάδες Ιρανοί, σαράντα χιλιάδες Ρούμιδες και δέκα χιλιάδες Ινδοί. Ο Φαούρ είχε εξήντα χιλιάδες ιππείς και δυο χιλιάδες ελέφαντες. Τα στρατεύματα του Σικαντέρ είχαν τρομοκρατηθεί στην θέα τόσο πολλών ελεφάντων, που έδιναν στον εχθρό ένα τόσο τρομερό πλεονέκτημα. 


Ο Ριζά Αμπασί
Εικονογράφος του Σαχ-Ναμέ

Ο Αριστατάλης και μερικοί άλλοι έξυπνοι σύμβουλοι καλέστηκαν να συνεδριάσουν για να βρουν ένα μέσο ν αντιμετωπίσουν την δύναμη των πολεμικών ελεφάντων. Πρότειναν την κατασκευή ενός σιδερένιου αλόγου και ενός καβαλάρη, επίσης σιδερένιου, που θα τοποθετηθούν πάνω σε τροχούς σαν αμάξι, και θα σέρνονται από μερικά άλογα. Ένας στρατιώτης, ντυμένος με σιδερένια πανοπλία, θα ακολουθούσε το όχημα, με τα χέρια και το πρόσωπο σκεπασμένα με εύφλεκτα υλικά (μάλλον το αντίθετο εννοεί σημ. του μτφρ.) και κρατώντας ένα μακρύ κοντάρι, σε συγκεκριμένη στιγμή θα τρύπαγε την κοιλιά του αλόγου και του καβαλάρη, που θα ήταν ήδη παραγεμισμένες με εύφλεκτα υλικά. Όταν η αναμμένη μύτη του κονταριού έρχονταν σε επαφή με αυτά, όλη η συσκευή θα έκανε μια τρομερή έκρηξη και θα τιναζόταν στον αέρα. Ο Σικάντερ ενέκρινε το σχέδιο και μάζεψε όλους τους σιδεράδες και τους τεχνίτες της χώρας, να φτιάξουν χίλιες μηχανές σαν αυτήν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Μόλις κατασκευάστηκαν, ετοιμάστηκε να δράσει.
Ο Φαούρ επίσης προωθήθηκε, με τους δυο χιλιάδες ελέφαντες σε προφυλακή. Αλλά όταν οι Κανουζιανοί είδαν αυτήν την εντυπωσιακή παράταξη, εντυπωσιάστηκαν, και ο Φαούρ, με αγωνία ρώτησε τους σπιούνους του τι μπορούσε να είναι. Αφού του είπαν πως είναι το πυροβολικό του Σικαντέρ,  τα στρατεύματά του έσπρωξαν μπροστά τους ελέφαντες εναντίον του εχθρού με δύναμη, και την ίδια στιγμή μπήκε η φωτιά από τους Ρούμιδες, και τα μηχανήματα έσκασαν, πολλοί ελέφαντες κάηκαν και ψόφησαν, και οι υπόλοιποι, μαζί με τον στρατό, το έσκασαν, ζαλισμένοι. Τότε ο Σικαντέρ αντιμετώπισε τον Φαούν,  και μετά από σκληρή μονομαχία, τον σκότωσε, και έγινε ηγεμόνας του βασιλείου του Κανούζ.
Μετά την κατάκτηση του Κανούζ ο Σικαντέρ πήγε στη Μέκκα, κουβαλώντας εκεί πλούσια δώρα και προσφορές. Από εκεί πήγε σε άλλη πόλη, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τους προύχοντες. Τους ρώτησε αν υπήρχε κάτι θαυμαστό ή αξιοπερίεργο στη χώρα τους που θα μπορούσε να πάει να το δει. Απάντησαν πως υπήρχαν δυο δέντρα στο βασίλειο, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, που έβγαζαν μια φωνή. Το αρσενικό μίλαγε τη μέρα και το θηλυκό τη νύχτα, και όποιος είχε μια ευχή, πήγαινε εκεί για να του ικανοποιηθούν οι επιθυμίες του.
Αμέσως ο Σικαντέρ  βρήκε το μέρος, και πλησιάζοντάς το, έλπιζε μέσα στην καρδιά του, πως του έμενε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του για να απολαύσει ακόμα. Όταν έφτασε κάτω από το δέντρο, βγήκε ένας τρομερός θόρυβος και αντήχησε στ αυτιά του. Ρώτησε τον κόσμο που ήταν εκεί την σημασία του. Ο ιερέας του μέρους είπε πως εννοούσε πως του έμεναν δεκατέσσερα χρόνια ζωής. Ο Σικαντέρ ακούγοντας την ερμηνεία του προφητικού ήχου, έκλαψε, και καυτά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Και πάλι ρώτησε: Θα γυρίσω στο Ρουμ πριν πεθάνω, να δω την μητέρα μου και τα παιδιά μου; Και η απάντηση ήταν: “Εδώ θα πεθάνεις, στο Κασάν.”

Ούτε μάνα, ούτε οικογένεια στην πατρίδα
δεν θα δεις ξανά, γιατί θα πεθάνεις
κλείνοντας την διαδρομή της δόξας στο Κασάν”

Ο Σικαντέρ έφυγε από εκεί θλιμμένος, και συνέχισε τον δρόμο του προς το Ρουμ. Προχωρώντας έφτασε σε άλλη πόλη, όπου οι κάτοικοι του έκαναν την πιο μεγαλοπρεπή υποδοχή, υπογραμμίζοντας όμως, πως ταλαιπωρούνταν φριχτά από τη παρουσία δυο γιγάντων ή δαιμόνων, που συνεχώς τους έκαναν νυχτερινές επιθέσεις, τρώγοντας ανθρώπους, κατσίκες και ότι έβρισκαν μπροστά τους. Ο Σικαντέρ ρώτησε πως τους λέγανε: Απάντησαν, Γιαζούζ και Μαζούζ(Γωγ και Μαγώγ, αναφέρονται και στην Παλαιά Διαθήκη ως λαοί που θα στείλει ο Κύριος για να καταστρέψουν τους αμαρτωλούς. Πολλοί τους ταύτισαν με τους Μογγόλους) Αμέσως διάταξε να υψωθεί ένα φράγμα, πεντακόσια μέτρα ψηλό και πεντακόσια μέτρα φαρδύ, και όταν τελείωσε, έφυγε από εκεί. Οι γίγαντες, παρά τις προσπάθειές τους, δεν μπόρεσαν να σκαρφαλώσουν στο φράγμα, και έτσι οι κάτοικοι μπόρεσαν να ασχοληθούν με τις δουλειές τους χωρίς να φοβούνται κακοποίηση.




Σε σκηνές τόλμης ευγενικής ακόμη έστρεφε
το δυνατό του πνεύμα - γιατί φόβο δεν ήξερε.
Ακόμα οδηγούσε τις λεγεώνες του, και έφτασε
σε μέρος περίεργο, όπου είδε αμέτρητους ανθρώπους
με το βλέμμα του να θαυμάζει, αμέτρητους κατοίκους
να γεμίζουν τους δρόμους της πόλης και τις γειτονικές πεδιάδες
και πιο πέρα είδε ψηλό βουνό να φτάνει τ΄άστρα.
Και προχωρώντας, βρήκε μπρος στα πόδια του
δράκο φύλακα, τρομερό στην όψη
έτοιμο να λιώσει το θύμα του στα ανοιχτά του σαγόνια.
Αλλά ατάραχος, ο Σικαντέρ τον κοίταζε
με μάτι σταθερό, που δεν καταδέχτηκε να γυρίσει στο πλάι
πήδηξε μπρος και σκότωσε το τέρας με τη μία.
Σκαρφαλώνοντας το βουνό, πλαγιά με πλαγιά,
σταματώντας κάθε τόσο για ξεκούραση, έφτασε στην κορφή.
Εκεί του εμφανίστηκε το νεκρό σώμα ενός αρχαίου αγίου
Τυλιγμένο στα σάβανά του, όπου ήταν χωμένα πολύτιμα πετράδια.
Με το χρυσάφι και τα πετράδια να 'στράφτουν ένα γύρω,
έμοιαζαν να δείχνουν τι είναι ο άνθρωπος, ο θνητός άνθρωπος!
Πλούτος, λόγια υπερφίαλα, τα μπιχλιμπίδια της φιλοδοξίας,
όλα μένουν πίσω, και ο άνθρωπος είναι μόνο ένας σωρός σκόνη.
Κανείς ποτέ δεν ανέβηκε σε κείνη την κορφή
ψάχνοντας για γνώση. Και έλπιζε ο Σικαντέρ
φτάνοντας στην συννεφιασμένη οροφή του
να δει οράματα του μέλλοντος
να βγαίνουν από αυτόν τον νεκρό άγιο.
Σύντομα άκουσε μια φωνή: “Φτάνει η ώρα σου!
Αλλά η σταδιοδρομία σου θα μπορούσε ακόμα να ξετυλιχτεί στη γη.
Δικιά σου θα ήταν η κατάκτηση πολλών εθνών
Θα κέρδιζες πολλά στέμματα. Θα είχες πολλούς φίλους
και πάμπολλους εχθρούς, και το αποφασισμένο κεφάλι σου
θα υψώνονταν μέχρι και στους ουρανούς ακόμη.
Πασίγνωστος και ένδοξος θα ήσουν. Το όνομά σου
αθάνατο. Αλλά, αλίμονο! Έρχεται η ώρα σου!”
Με αυτά τα προφητικά λόγια ο Σικαντέρ έκλαψε
και κατέβηκε γρήγορα από το τρομερό βουνό.

Μετά από αυτά, ο Σικαντέρ ταξίδεψε ως την πόλη του Κασάν, όπου έπεσε άρρωστος, και σε μερικές μέρες, όπως το είπαν ο μάντης και η προφητεία, πέθανε. Μόλις είχε αφήσει την τελευταία του πνοή όταν ο Αρίστου και ο Μπιλνιγιάς ο γιατρός και η οικογένειά του, μπήκαν στο Κασάν και τον βρήκαν νεκρό. Χτυπούσαν τα πρόσωπά τους και ξερίζωναν τα μαλλιά τους και τον πένθησαν για σαράντα μέρες.

Τέλος