Κυριακή 12 Απριλίου 2020

14-4-1944 Η ματωμένη Μεγάλη Παρασκευή του Αγρινίου

Η ματωμένη Μεγάλη Παρασκευή του Αγρινίου το 1944

Οι Γερμανοί κατακτητές επέλεξαν την πιο πένθιμη ημέρα της χριστιανικής παράδοσης για μία φριχτή θηριωδία, καθώς στις 14 Απριλίου 1944 εκτέλεσαν 120 Αγρινιώτες.
Η ματωμένη Μεγάλη Παρασκευή του Αγρινίου το 1944 | in.gr
Φέτος συμπληρώθηκαν 79 χρόνια από το φοβερό και αποτρόπαιο γεγονός των ομαδικών εκτελέσεων και απαγχονισμών, από τους Γερμανούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους, Αγρινιωτών και άλλων συμπατριωτών, έξω από το νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας και στην κεντρική πλατεία (τότε Μπέλλου) του Αγρινίου. Η μέρα ήταν 14 Απριλίου 1944, Μεγάλη Παρασκευή. Εκείνο το σούρουπο, η πόλη του Αγρινίου αντί να περιφέρει τον επιτάφιο του Χριστού, θρήνησε πάνω από τον ανοιχτό τάφο 120 συμπολιτών της, θυμάτων των ναζί.
Πέντε μέρες νωρίτερα, στις 9 Απριλίου του 1944, αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν στήσει ενέδρα στην περιοχή της Σταμνάς, λίγο πριν από το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι. Από εκεί θα περνούσε η αμαξοστοιχία που εξυπηρετούσε τον ανεφοδιασμό των γερμανικών στρατευμάτων. Αφού ανατίναξαν το τρένο και εξουδετέρωσαν τη φρουρά που το συνόδευε, οι αντάρτες απέσπασαν όλον τον οπλισμό και τις προμήθειες που μετέφεραν οι ναζί. Από την επίθεση σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί, μεταξύ των οποίων και ένας ταγματάρχης των Ες Ες.
Η γερμανική διοίκηση έδωσε εντολή για σκληρά αντίποινα. Πέρα από τις απώλειες και την ταπείνωση που υπέστησαν, ήθελαν να αποτρέψουν την αναζωπύρωση του αντάρτικου των σκλαβωμένων Ελλήνων.

Η εκτέλεση των 120

Τα αντίποινα έγιναν με τη σύμπραξη των προδοτικών Ταγμάτων Ασφαλείας που τελούσαν υπό τις διαταγές του Γεωργίου Τολιόπουλου. Ο Τολιόπουλος ήταν ένας 48χρονος πρώην αξιωματικός του ελληνικού στρατού που κατά τη διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκε με τους Γερμανούς.
Στο μεσοδιάστημα, από την αντιστασιακή ενέργεια στη Σταμνά μέχρι τη 14η Απριλίου, κυκλοφορούσαν μόνο φήμες. Μάλιστα, οι ταγματασφαλίτες της περιοχής που προέρχονταν από την Πάτρα, έσπευσαν να καθησυχάζουν τους πολίτες. Ωστόσο, το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης κυκλοφόρησαν νέες φήμες ότι ανοίγουν λάκκους σε ένα χωράφι της περιοχής. Τα νέα διαδόθηκαν αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να φανταστεί το μακελειό που θα ακολουθούσε.

Οι πρώτες αγχόνες

Το τραγικό τέλος στην αγωνία τους δόθηκε το ξημέρωμα της Μεγάλης Παρασκευής. Οι Γερμανοί, με επικεφαλής τον λοχία Καρλ Βέρνερ, εισέβαλαν στις φυλακές του Αγρινίου και φώναξαν τα ονόματα τριών κρατούμενων. Ήταν ο 22χρονος Παναγιώτης Σούλος, ο 52χρονος Αβραάμ Αναστασιάδης και ο 23χρονος Χρήστος Σαλάκος. Χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, τους οδήγησαν με τη βία στην κεντρική πλατεία της πόλης. Σκόπευαν να τους κρεμάσουν.
Ο Σαλάκος, προτού τον κουκουλώσουν, μπόρεσε να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι τον ανθυπολοχαγό των ταγματασφαλιτών, Γεωργόπουλο. Τα τελευταία του λόγια τα απεύθυνε στον προδότη εκτελεστή του: «Θα εκδικηθεί για μένα ο λαός του Αγρινίου. Ζήτω το Ε.Α.Μ.!». Ο Γεωργόπουλος του ανταπάντησε με ένα στεγνό «Σκάσε παλιοκάθαρμα» κλωτσώντας ο ίδιος το σκαμνί πάνω στο οποίο στεκόταν ο 23χρονος πατριώτης….
Τα άψυχα σώματά των αντρών αφέθηκαν πάνω στους στύλους σε κοινή θέα. Στόχος ήταν η τρομοκρατία και ο παραδειγματισμός της υπόλοιπης πόλης.  Έπειτα, επέστρεψαν στις φυλακές και διέταξαν τους κρατούμενους να βγουν από τα  κελιά τους και να παραταχθούν σε ομάδες των δέκα. Ύστερα, ανέλαβαν οι αποκαλούμενοι «Γερμανοτσολιάδες». Οι Έλληνες ταγματασφαλίτες παραλάμβαναν τους κρατούμενους σε δεκάδες και τους οδηγούσαν πίσω από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Εκεί τους περίμενε το εκτελεστικό απόσπασμα των προδοτών. Με συνοπτικές διαδικασίες τους εκτέλεσαν όλους. Δε γλίτωσε κανείς. Όλοι βρήκαν ακαριαίο θάνατο. Ο τραγικός απολογισμός ήταν 120 νεκροί. Ανάμεσά τους βρισκόταν μία γυναίκα και δύο Ιταλοί αντιφασίστες.
Ένα σημαντικό φωτογραφικό ντοκουμέντο είναι μια φωτογραφία του κρεμασμένου Αβραάμ Αναστασιάδη, που πήρε ο παλιός γνωστός φωτογράφος του Αγρινίου Σπ. Ξυθάλης από μία παρακείμενη οικοδομή. Στη θέση του κρεμασμένου αυτού υπάρχει σήμερα στην πλατεία Δημοκρατίας αναθηματική χάλκινη στήλη.

Η πόλη έρχεται αντιμέτωπη με την τραγωδία

Οι Αγρινιώτες την ημέρα εκείνη ξύπνησαν από τον ήχο των πένθιμων καμπάνων της Μεγάλης Παρασκευής. Η ατμόσφαιρα μύριζε θάνατο. Μόλις συνειδητοποίησαν τι είχε συμβεί, άντρες, γυναίκες και παιδιά έτρεχαν πανικόβλητοι στους δρόμους αναζητώντας τους δικούς τους ανθρώπους.
Η εικόνα της κεντρικής πλατείας, που άλλοτε αποτελούσε σημείο ευχάριστων καθημερινών συναθροίσεων, είχε μετατραπεί σε ένα κράμα φρίκης και τρόμου. Από παντού ακούγονταν κλάματα και κραυγές.
Οι Γερμανοί έριξαν τα πτώματα των εκτελεσθέντων στο μεγάλο λάκκο που είχε σκαφτεί την προηγούμενη νύχτα. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, ξεκρέμασαν και τους απαγχονισμένους και τους έβαλαν μαζί με τους άλλους. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, μόλις στοίβαξαν όλους τους νεκρούς στον ομαδικό τάφο, επιχείρησαν να τους κάψουν ρίχνοντας πετρέλαιο.
Οι σκηνές που διαδραματίστηκαν ήταν αποτρόπαιες. Οι συγγενείς των θυμάτων έκλαιγαν τους αγαπημένους τους πάνω από τον ανοιχτό τάφο πασχίζοντας να τους αναγνωρίσουν από τα ρούχα. Παράλληλα, ο στρατιωτικός διοικητής των Γερμανικών μονάδων Ηπείρου, εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με το γεγονός, όπου αναφέρεται ότι οι εκτελέσεις έγιναν ως αντίποινα για το σαμποτάζ των ανταρτών στις 9 Απριλίου.

Ο απολογισμός

Η εκτέλεση των 120 Ελλήνων κρατούμενων έμεινε ανοιχτή πληγή για την πόλη του Αγρινίου. Εκτός από την τεράστια ανθρώπινη απώλεια και το βάρος που κλήθηκαν να κουβαλήσουν όσοι έμειναν πίσω, οι ένοχοι δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Οι δοσίλογοι ταγματασφαλίτες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δολοφονία των Αγρινιωτών κατάφεραν να διαφύγουν. Το ίδιο συνέβη και με τον διοικητή τους Γεώργιο Τολιόπουλο. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, μετά την ήττα της Ναζιστικής Γερμανίας και την αποχώρηση της Βέρμαχτ από τα ελληνικά εδάφη, ο Τολιόπουλος «παρέδωσε την πόλη στους αντάρτες και έφυγε σαν κύριος».
Ο ίδιος στην αναφορά του την 1η Οκτωβρίου 1944 έγραψε: «Η Κυβέρνησις διέταξε την προσωρινήν απόλυσιν, άμα και την εναντίον εκάστου απαγγελίαν κατηγορίας ως δοσιλόγων. Επικολούθησε διεξαγωγή ανακρίσεων, βάσει των καταγγελιών εκ μέρους των ελασιτών, οπότε και αφέθημεν ελεύθεροι περί τας αρχάς Απριλίου του 1945».
Ο Τολιόπουλος συνέχισε την επαγγελματική του πορεία στον ελληνικό στρατό και το 1949 προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη. Πέθανε το 1962 στην Αθήνα. Για τις πράξεις του δεν κλήθηκε να λογοδοτήσει ποτέ

Τα ονόματα των 120
  • Αγγελάκης Γεώργιος
  • Αλεξανδρής Κωνσταντίνος
  • Αναστασίου Χρήστος,
  • Αναστασιάδης Αβραάμ
  • Αντωνόπουλος Γεράσιμος,
  • Αντωνόπουλος Χρ.
  • Βλάχας Αλέκος
  • Βλάχος Δημήτρης
  • Βίτσας Γιάννης
  • Γράψας Βασίλης
  • Γιάγκας Σπύρος
  • Γυφτομήτσος Γιώργος
  • Δανίας Γεώργιος
  • Διαμαντής Γεώργιος
  • Ζήκας Κωνσταντίνος
  • Ζήκας Μιχάλης
  • Καρέλος Θεόδωρος
  • Κούρτης Βαγγέλης
  • Κατσαρός (Καραγιάννης) Γιώργος
  • Καρφής Γιώργος
  • Κασαγιάννης Πάνος
  • Κολοβός Χαράλαμπος
  • Καλλίμαχος Σωτήρης
  • Καταπόδης Κώστας·
  • Κυριλής Χρήστος
  • Κοκορόμπας Γιώργος
  • Καβγιούλας Γιάννης
  • Καλυβιώτης Κωνσταντίνος
  • Κίτσος Χρήστος
  • Κουκουμίλος Βασίλης
  • Κατσάμπελος Νικόλαος
  • Κουρούπης Αντώνιος
  • Μαριώλης Βασίλης
  • Μπέλλος Δημήτρης
  • Μπλήτσας Κωνσταντίνος
  • Μιχαλόπουλος Δήμος
  • Μπαρτζώκας Σταύρος
  • Νικολάου Χρήστος
  • Νιάφας Απόστολος
  • Ντελής Αλέξανδρος
  • Ντελής Ιωάννης
  • Ντελής Χρήστος
  • Παπαπάνου Γεώργιος
  • Παπανίκος Γιάννης
  • Παπακωνσταντής Χρ.
  • Παπαδήμος Σταύρος
  • Παπαευθυμίου Ανδρέας
  • Πάνης Γεώργιος
  • Πάνης Ευάγγελος
  • Παπάς Δημήτριος
  • Παπάς Διονύσιος
  • Παπάς Ιωάννης
  • Πέπας Χαράλαμπος
  • Σαλάκος Χρήστος
  • Σβώλης Χρ.
  • Σισμάνης Φώτης
  • Σταυρόπουλος Σπύρος
  • Σκιαδάς Κώστας
  • Σκαρλάτος Γιάννης
  • Σούλος Παναγιώτης
  • Σουπικιώτης Βασίλης
  • Σουπικιώτης Νι κηφόρος
  • Σουπικιώτης Χαράλαμπος
  • Τσικώνης Γεράσιμος
  • Τσαμίλης Αντώνης
  • Τσίρκας Γιάννης
  • Τσιτσόνης Σταμούλης
  • Ταμπάκης Κωνσταντίνος
  • Τζίμας Γιώργος
  • Τζίμας Σπύρος
  • Τσούτσης Δημήτριος
  • Τσούτσης Μιλτιάδης
  • Τσούτσης Μιχάλης
  • Τσούτσης Χαράλαμπος
  • Χαραλαμπίδης Παρασκευάς
  • Χατζάρα Κατίνα
  • Χατζηελευθερίου Νικόλαος
  • Χρηστάκης Γεώργιος
  • Χρήστου Αριστείδης
  • Χολέβας Γεώργιος
  • Σταυράκης Χριστόφορος
  • Σαμαντάς Χρήστος
  • Σωκρατάκης Πάνος

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

10 Απριλίου 1826 Η πολιορκία και η Έξοδος του Μεσολογγίου

Μεσολόγγι: Η πολιορκία και η Έξοδος
Πρόκειται για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γεγονότα της Επανάστασης του 1821. Σημάδεψε τον Αγώνα για την Ανεξαρτησία και προκάλεσε τη συγκίνηση σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, γιγαντώνοντας την υποστήριξη στον δοκιμαζόμενο λαό που πολεμούσε κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας


Πρόκειται για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γεγονότα της Επανάστασης του 1821. Σημάδεψε τον Αγώνα για την Ανεξαρτησία και προκάλεσε τη συγκίνηση σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, γιγαντώνοντας την υποστήριξη στον δοκιμαζόμενο λαό που πολεμούσε κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ήταν 10 Απριλίου του 1826 όταν οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι πραγματοποίησαν την ηρωική Έξοδο. Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι κάτοικοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) λιμοκτονούσαν προσπαθώντας να σιτιστούν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες.
Χωρίς σημαντική βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, και έχοντας να αντιμετωπίσουν υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, οι 12.000 κάτοικοι του Μεσολογγίου αντιστάθηκαν καρτερικά επί ένα χρόνο. Την ύστατη στιγμή προτίμησαν την ηρωική έξοδο από την παράδοση στα χέρια των πολιορκητών.

Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου

Τρία χρόνια μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης του Μεσολογγίου από τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη, ο Σουλτάνος είχε επανέλθει με νέο σχέδιο. Ανέθεσε και πάλι στον νικητή της Μάχης του Πέτα, Κιουταχή, να καταλάβει την πόλη, συνδυάζοντας αυτή τη φορά την επιχείρηση με την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Με μια πανίσχυρη στρατιά 20.000 ανδρών, ο Κιουταχής ξεκίνησε από τα Τρίκαλα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1825 και στις 15 Απριλίου 1825 βρισκόταν προ των πυλών του Μεσολογγίου, κηρύσσοντας την έναρξη της πολιορκίας.
Την οργάνωση της άμυνας είχε αναλάβει τριμελής επιτροπή υπό τους Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Δημήτριο Θέμελη και Γεώργιο Καναβό.
Το φρούριο της πόλης μετά την πρώτη πολιορκία είχε βελτιωθεί, χάρη στις προσπάθειες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του λόρδου Βύρωνος και του μηχανικού Μιχαήλ Κοκκίνη. Η τάφρος σκάφτηκε βαθύτερη, ο μικρός περίβολος ενισχύθηκε με πύργους και πολύγωνα προτειχίσματα πάνω στα οποία τοποθετήθηκαν 48 τηλεβόλα και 4 βομβοβόλα.

Η νησίδα Βασιλάδι, μεταξύ της λιμνοθάλασσας και της θάλασσας, έγινε ένα είδος προκεχωρημένου οχυρού. Εκεί τοποθετήθηκαν 6 πυροβόλα και συγκεντρώθηκαν 2.000 γυναικόπαιδα για να μην επιβαρύνουν τη φρουρά της πόλης. Εντός του Μεσολογγίου υπήρχαν 10.000 άτομα, εκ των οποίων 4.000 άνδρες, έμπειροιπολεμιστές από την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία και ακόμη 1.000 άνδρες, δυνάμενοι να φέρουν όπλα.
Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας (15 Απριλίου – 12 Δεκεμβρίου 1825) το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε μόνο από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Οι επιθέσεις τους συντρίβονταν εύκολα ή δύσκολα από τους υπερασπιστές της πόλης. Εξάλλου, ο από θαλάσσης αποκλεισμός δεν ήταν ισχυρός και επανειλημμένως διασπάσθηκε από τον στόλο του Μιαούλη, ο οποίος ενίσχυε με πολεμοφόδια και τρόφιμα τους πολιορκούμενους.
Στις 24 Ιουλίου, 1000 ρουμελιώτες πολεμιστές υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ανάγκασαν τον Κιουταχή να αποσύρει τις δυνάμεις του στις υπώρειες του όρους Ζυγός, χαλαρώνοντας την πολιορκία του Μεσολογγίου. Αλλά και ο τουρκικός στόλος, παρενοχλούμενος από τον ελληνικό, αναγκάσθηκε να ζητήσει καταφύγιο στην αγγλοκρατούμενη Κεφαλληνία.
Στις 5 Αυγούστου ο Κίτσος Τζαβέλλας, επικεφαλής δυνάμεως Σουλιωτών πολεμιστών, εισήλθε στην πόλη, αναπτερώνοντας το ηθικό των πολιορκουμένων. Όμως, στις αρχές Νοεμβρίου, ο κοινός στόλος Τούρκων και Αιγυπτίων αποβίβασε 8.000 αιγύπτιους στρατιώτες κι ένα μήνα αργότερα κατέφθασε στην περιοχή ο Ιμπραήμ που είχε σχεδόν καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Τούρκοι, Τουρκαλβανοί και Αιγύπτιοι αριθμούσαν 25.000 άνδρες, με σύγχρονο πυροβολικό, που διοικούσαν γάλλοι αξιωματικοί. Οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν 4.000 μαχητές.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1825 άρχισε η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Όπως και στην πρώτη πολιορκία, πάλι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πασάδων. Ο αιγύπτιος Ιμπραήμ επεχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826. Απέτυχε, όμως, και αναγκάσθηκε να συνεργαστεί με τον Κιουταχή.

Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία με ανηλεή κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) και Κλείσοβας (25 Μαρτίου). Μετά την πτώση των δύο νησίδων, η θέση των πολιορκουμένων κατέστη δεινή, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.
Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκούμενοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες! Υπό τις συνθήκες αυτές, που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση της πόλης, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος και ορίστηκε γι’ αυτή, η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου).
Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Νωρίτερα είχαν σκοτώσει τους τούρκους αιχμαλώτους, ενώ στην πόλη παρέμειναν τραυματίες και γέροι.
Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν με τα γιαταγάνια τούς μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης.
Σε πολλά σημεία σημειώθηκαν δραματικές σκηνές: ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολείς στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς. Το πρωί της 10ης Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.

Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 που πήραν μέρος στην έξοδο, οι 1.700 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι γερμανοί φιλέλληνες. Γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Οι απώλειες για τους τουρκοαιγύπτιους εισβολής ανήλθαν σε 5.000 άνδρες.
Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την ουσιαστική παύση της Επανάστασης εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού.

Αυτό με τη σειρά του επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων. Πολλά έργα, ζωγραφικά, λογοτεχνικά και άλλα, απαθανάτισαν τη θυσία των Μεσολογγιτών.
Μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής με τον στρατό του κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Στερεά, με στόχο την κατάληψη της Αττικής, ενώ ο Ιμπραήμ επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να εξαλείψει και τις τελευταίες εστίες αντίστασης σε Μάνη και Αργολίδα.
Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαΐου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις» και η Κυριακή των Βαΐων ορίστηκε ως επέτειος της εξόδου.


Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Ισαάκ Ασίμοφ: Ο πατέρας της επιστημονικής φαντασίας

Ισαάκ Ασίμοφ: Ο πατέρας της επιστημονικής φαντασίας




2 Ιανουαρίου 2020, 11:45
Αμερικανός βιοχημικός και συγγραφέας, ένας από τους πιο πετυχημένους και πολυγραφότατους συγγραφείς έργων επιστημονικής φαντασίας και βιβλίων εκλαϊκευμένης επιστήμης. Έγραψε περισσότερα από 500 βιβλία και πάνω από 90.000 γράμματα και κάρτες.
Μαζί με τον Άρθουρ Κλαρκ και τον Ρόμπερτ Χαινλάιν συγκροτούν την τριάδα των κορυφαίων αμερικανών συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας.

Η μετανάστευση στις ΗΠΑ

Ο Ισαάκ Ασίμοφ γεννήθηκε στο Πετροβίτσι της περιφέρειας Σμολένσκ της τότε Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ρωσίας από γονείς εβραϊκής καταγωγής. Η ημερομηνία γέννησής του ποικίλλει, ελλείψει αρχείων, από τις 14 Οκτωβρίου 1919 έως τις 2 Ιανουαρίου 1920. Ο ίδιος γιόρταζε τα γενέθλιά του στις 2 Ιανουαρίου. Μετανάστευσε με την οικογένειά του σε ηλικία 3 ετών στις ΗΠΑ και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.

Στην νέα τους πατρίδα οι γονείς του άνοιξαν ένα ψιλακατζίδικο, που πουλούσε μεταξύ άλλων εφημερίδες και περιοδικά. Μια μέρα έπεσε στα χέρια του νεαρού Ισαάκ ένα περιοδικό με ιστορίες επιστημονικής φαντασίας, που τον γοήτευσαν και αποτέλεσαν την απαρχή της ενασχόλησή του με την επιστημονική φαντασία Στην εφηβεία του άρχισε να γράφει δικές του ιστορίες και γρήγορα άρχισε να τις δημοσιεύει σε παρόμοια περιοδικά. Η καριέρα του ως ψιλικατζή που τον προόριζαν οι γονείς του είχε λήξει, προτού καλά καλά ξεκινήσει.
Το 1939 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης με πτυχίο χημείας και το 1947 πήρε το διδακτορικό του. Στη συνέχεια έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, με το οποίο δεν διέκοψε ποτέ τη συνεργασία του. Τα χρόνια των σπουδών του συνέχισε δεν διέκοψε την επαφή του με την επιστημονική φαντασία και συνέχισε να δημοσιεύει ιστορίες σε περιοδικά του είδους.
Κατά την διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου στρατεύτηκε και υπηρέτησε ως χημικός στα ναυπηγεία του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού. Ολοκλήρωσε την θητεία στον Στρατό και αφυπηρέτησε με τον βαθμό του δεκανέα τον Ιούλιο του 1946.

Το πρώτο του μυθιστόρημα

Στις 19 Ιανουαρίου 1950 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας με τον τίτλο «Pebble in the Sky» («Βότσαλο στον Ουρανό»). Η τριλογία του Foundation (Θεμέλιο) / Foundation and Empire (Θεμέλιο και Αυτοκρατορία) / Second Foundation (Δεύτερο Θεμέλιο), που εκδόθηκε από το 1951 έως το 1953, τιμήθηκε με το βραβείο Hugo (Χιούγκο), το κορυφαίο βραβείο για την λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας. Το έργο αυτό συμπληρώθηκε το 1982 με το Foundation’s Edge (Η Άκρη του Θεμέλιου).
Άλλα μυθιστορήματα και συλλογές ιστοριών του Ασίμοφ είναι τα «I, Robot» («Εγώ, το Ρομπότ», 1950), «The Stars like Dust» («Τα κονιορτοποιημένα αστέρια», 1951), «The Currents of Space» («Τα ρεύματα του διαστήματος», 1952), «The Caves of Steel» («Σπηλιές από ατσάλι», 1954), «The Naked Sun» (Ο γυμνός Ήλιος, 1957), και «Earth is Room Enough» («Η Γη έχει αρκετό χώρο», 1957).

Ο Ασίμοφ και η ρομποτική

Στον Ασίμοφ πιστώνεται ο όρος «robotics» (ρομποτική), που πρωτοχρησιμοποίησε το 1941 στο διήγημά του «Liar!». Στο βιβλίο του «Εγώ, το Ρομπότ» διατύπωσε τους τρεις παρακάτω θεμελιώδεις νόμους της ρομποτικής:
1.Ένα ρομπότ δεν μπορεί να τραυματίσει ή μέσω της αδράνειας του να βλάψει ένα ανθρώπινο πλάσμα.
2.Ένα ρομπότ πρέπει να υπακούει στις εντολές που δίνονται από τους ανθρώπους, εκτός και αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον πρώτο νόμο.
3.Ένα ρομπότ πρέπει να προστατεύει την ίδια του την ύπαρξη, εκτός και αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον πρώτο ή το δεύτερο νόμο.
Ο Ασίμοφ πρωτοχρησιμοποίησε και τον όρο «psychohistory» («ψυχο-ιστορία»), που είναι ένας συνδυασμός μαθηματικών, ιστορίας, ψυχολογίας και κοινωνιολογίας.

Ανάμεσα στα βιβλία του σχετικά με διάφορα επιστημονικά θέματα που είναι γραμμένα με σαφήνεια και χιούμορ περιλαμβάνονται και τα: «The Chemicals of Life» («Οι χημικές ενώσεις της ζωής», 1954), «Inside the Atom» («Μέσα στο άτομο», 1956), «The World of Nitrogen» («Ο κόσμος του αζώτου», 1958), «Life and energy» («Ζωή κι ενέργεια«», 1962), «The Human Brain» («Ο ανθρώπινος εγκέφαλος», 1964), «The Neutrino» («Το νετρίνο«, 1966) , «Science, Numbers and I» («Η επιστήμη, οι αριθμοί κι εγώ», 1968) και το ογκώδες «Asimov’s Chronology of the world ( «Το Χρονικό του Κόσμου: Η ιστορία του κόσμου από την Μεγάλη Έκρηξη ως την Σύγχρονη Εποχή», 1991)
Ο Ισαάκ Ασίμοφ πέθανε στις 6 Απριλίου 1992, σε ηλικία 72 ετών. Νυμφεύτηκε δύο φορές και από τον πρώτο γάμο του απέκτησε δύο παιδιά.
Χρόνια αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ο Ασίμοφ είχε προσβληθεί από AIDS, από μολυσμένο αίμα που του είχε χορηγηθεί κατά την διάρκεια εγχείρισης τριπλού μπάι-πας το 1983.

in.gr

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Η κοινωνία των ποντικιών

Ο άνθρωπος λέει μοιράζεται κοινό γενετικό υλικό με τα ποντίκια και αυτός είναι ο λόγος που αυτά τα εχθρικά κατά τα άλλα για αυτόν τρωκτικά χρησιμοποιούνται ευρέως ως πειραματόζωα από την αρχαιότητα σχεδόν μέχρι σήμερα καθώς θεωρούνται υποδυέστερα είδη σε σχέση με τον homo sapiens. Oι επιστήμονες μας φυσικά έχουν τις απαντήσεις σε όλα, για αυτό όταν τους ρωτάμε γιατί οι άνθρωποι πειραματίζονται πάνω σε ζώα μας εξηγούν  “επειδή είναι σαν και εμάς”, και στο ερώτημα γιατί είναι ηθικά σωστό να πειραματίζονται πάνω σε ζώα μας απαντούν “επειδή τα ζώα δεν είναι σαν και εμάς”. Εκτός από τα πειράματα που δοκιμάζονται στα ποντίκια για τη βελτίωση φαρμάκων, σαμπουάν, κραγιόν, eyeliner, παρασιτοκτόνων, ειδών οικιακής χρήσης, τονωτικών για τη στυτική δυσλειτουργία τα ποντίκια υποβάλλονται σε διάφορα ψυχο- νοητικά συμπεριφορικά πειράματα. Σε ένα από αυτά πήραν όλα τα ποντικάκια που ζούσανε σε ένα μεγάλο κλουβί μέσα στο όποιο συγχρωτίζονταν για καιρό, παίζανε μεταξύ τους, γυρνούσαν μέσα σε μύλους και σκαρφάλωναν σκαλίτσες και τα απομόνωσαν ξεχωριστά το καθένα στο ιδιωτικό μικρό του κλουβί.  Όταν τα ξανάβαλαν μετά από καιρό στο μεγάλο κλουβί οι επιστήμονες παρατήρησαν κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά τους: τα περισσότερα ποντίκια σταμάτησαν να είναι κοινωνικά, είχαν χάσει την αίσθηση του χωρικού προσανατολισμού, γίναν επιθετικά το ένα προς το άλλο και δεν είχαν όρεξη για παιχνίδι αντ’ αυτού περίμεναν για ώρα υπομονετικά το καθένα μόνο του το φαγητό που σερβίρονταν από τη σχισμή του κλουβιού κάθε μέρα την ίδια ώρα το μεσημέρι. Δυο μόνο ποντικάκια επιδείκνυαν την ίδια συμπεριφορά με τα πριν: διατήρησαν την όρεξη τους, συνέχισαν να ανεβαίνουν τις σκαλίτσες, να γυρνάνε μέσα στους μύλους και να είναι εύθυμα όπως πρώτα. Ανεξήγητα ένα πρωινό οι επιστήμονες βρήκαν τα δυο αυτά εν λόγω ποντικάκια νεκρά στο κλουβί και δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αν πέθαναν από φυσικά αίτια, από την εξάντληση του παιχνιδιού ή αν κάτι άλλο συνέβη. Τα υπόλοιπα ποντίκια πάντως ήταν μια χαρά και ελαφρώς πιο ευδιάθετα εκείνη τη μέρα.  Βεβαία αυτά συμβαίνουν στο κόσμο των ποντικιών και όχι στο κόσμο των ανθρώπων. Ποτέ δεν θα γινόταν  οι “σκεπτόμενoι άνθρωποι” αντικείμενα τέτοιων συμπεριφορικών πειραμάτων.


Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Ο δρόμος για το παλάτι

Ξαναβρείτε τον δρόμο προς το παλάτι σας

Η μεγάλη κλοπή της ταυτότητάς σας ξεκίνησε λίγο μετά την άφιξή σας στη Γη. Οι γονείς, οι δάσκαλοι, τα αδέλφια σας, οι ιερείς και άλλες φιγούρες εξουσίας σας είπαν πως είστε απρεπείς, ασήμαντοι, άσχημοι, ανόητοι, ανάξιοι και αμαρτωλοί, πως ο κόσμος είναι μια επικίνδυνη ζούγκλα και ο κίνδυνος ελλοχεύει σε κάθε γωνιά. Με τον καιρό αρχίσατε να πιστεύετε αυτά τα απαίσια ψέματα, μέχρι που έφτασε η ημέρα που ξεχάσατε την εσωτερική σας ομορφιά, δύναμη, αθωότητα και ασφάλεια. Στο τέλος, υιοθετήσατε μια ταυτότητα αντιφατική ως προς την θεϊκή σας φύση και ζείτε έκτοτε, σαν να είστε κάποιος άλλος. 

 Υπάρχει μια ιστορία, όπου κάποιοι απαγάγουν μια πριγκιποπούλα, η οποία τελικά μεγαλώνει ανάμεσα στους ψαράδες. Μεγάλωσε μέσα στα ψάρια και έμαθε να ζει στις κακουχίες. Μετά από πολλά χρόνια, ένας από τούς υπηρέτες του βασιλιά βρήκε την πριγκίπισσα και την έφερε πίσω στο παλάτι. Οι γονείς της την καλωσόρισαν με χαρά και την οδήγησαν στο βασιλικό της δωμάτιο, που είχε ένα μαλακό κρεβάτι, μεταξένια σεντόνια, πολύχρωμα λουλούδια, αρώματα. Το πρώτο της βράδυ η πριγκίπισσα στριφογύριζε συνεχώς στο κρεβάτι της. «Πάρτε με από εδώ» φώναζε. «Θέλω να πάω στο σπίτι μου». Αυτό που δεν είχε καταλάβει η πριγκίπισσα είναι πως βρισκόταν ήδη στο σπίτι της. Η βασιλική ζωή ήταν δική της από τη γέννησή της. Όμως εκείνη είχε τόσο συνηθίσει να ζει μέσα στις δυσκολίες, που πίστευε πραγματικά πως αυτή ήταν η θέση της στη ζωή. Το φυσιολογικό δεν ταυτίζεται και με το φυσικό. Όπως η πριγκίπισσα, όλοι μας έχουμε συνηθίσει να ζούμε σε ψυχικές συνθήκες πολύ χειρότερες από αυτές που μας αξίζουν. 

Για να ξαναβρείτε τον δρόμο προς το παλάτι, θα πρέπει να θυμηθείτε την αληθινή σας καταγωγή. Δεν είστε το άνομά σας, η ηλικία σας, το βάρος σας, η διεύθυνσή σας, η θρησκεία σας, οι προσωπικές σας σχέσεις, η θέση εργασίας σας, το περιεχόμενο του τραπεζικού σας λογαριασμού, η ιατρική διάγνωση για την υγεία σας ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό με το οποίο σας προσδιορίζει ο κόσμος. Μπορεί οι κοινωνικές συμβάσεις να σας αρχειοθετούν βάσει κατακερματισμένων απόψεων, αλλά εσείς είστε πάντοτε ακέραιοι και ολόκληροι, όπως δημιουργηθήκατε από την αρχή. 

ΑΠΟΚΩΔΙΚΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΑ

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΑΥΜΑΤΩΝ

ALAN COHEN

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Το φως στο μυστήριο της ζωής

Eνας σούφι δάσκαλος, ο Τζουνάιντ, εργαζόταν μαζί με ένα νεαρό. Ο νεαρός δεν είχε επίγνωση τής εσωτερικής σοφίας του Τζουνάιντ. Και ο Τζουνάιντ ζούσε μια τόσο συνηθισμένη ζωή, που χρειαζόταν πολύ διεισδυτικά μάτια για να αντιληφθείς ότι βρισκόσουν δίπλα σε ένα βούδα. Δούλευε σαν συνηθισμένος εργάτης και μόνο εκείνοι που είχαν μάτια μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν. Το να αναγνωρίσεις το Βούδα ήταν πολύ εύκολο – καθόταν κάτω από το δέντρο μπόντι. Το να αναγνωρίσεις τον Τζουνάιντ ήταν πολύ δύσκολο – δούλευε σαν εργάτης, δεν καθόταν κάτω από ένα δέντρο μπόντι. Στο κάθε τι ήταν ένας απολύτως συνηθισμένος άνθρωπος.

Ο νεαρός που εργαζόταν μαζί του, έκανε συνέχεια επίδειξη της γνώσης του και έλεγε στον Τζουνάιντ τι να κάνει και πώς να το κάνει. ‘Ο,τι κι αν έκανε ο Τζουνάιντ, ο νεαρός του έλεγε: “Λάθος το κάνεις αυτό! Αν το κάνεις έτσι κι έτσι, θα είναι καλύτερα.” Εκείνος τα ήξερε όλα! Τελικά ο Τζουνάιντ γέλασε και είπε: “Νεαρέ, εγώ δεν είμαι τόσο νέος για να ξέρω τόσο πολλά.”

Ωραία κουβέντα αυτή: “Νεαρέ, εγώ δεν είμαι τόσο νέος για να ξέρω τόσο πολλά.” Μόνο ένας νέος μπορεί να είναι τόσο ανόητος, τόσο άπειρος. Ο Σωκράτης είχε δίκιο όταν είπε: “Όταν ήμουν νέος, νόμιζα ότι γνώριζα πολλά. Όταν γέρασα και ωρίμασε η σοφία μέσα μου, έφτασα να κατανοήσω ότι δεν γνωρίζω τίποτα.”

Η ζωή είναι μυστήριο. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να λυθεί. Κι όταν όλες οι προσπάθειες για να το λύσεις, αποδειχθούν μάταιες, τότε αρχίζει να φωτίζεται το μυστήριο.

Τοσιρό Μιφούνε, ο θρύλος του σινεμά

Σαν σήμερα την 1η Απριλίου του 1920 γεννήθηκε ο θρύλος του ιαπωνικού αλλά και παγκόσμιου κινηματογράφου,  Tοσιρό Mιφούνε. Ενσάρκωσε πολλούς ρόλους σαμουράι, έπαιξε σε 16 ταινίες του Ακίρα Κουροσάουα και συνολικά στη καριέρα του σε περίπου 170 ταινίες μεγάλου μήκους. Απεβίωσε το 1997 στο Τόκιο.

Τοσίρο Μιφούνε: Ο Τελευταίος Σαμουράι

Πρώτη καταχώρηση: Δευτέρα, 30 Μαρτίου 2020, 10:05
Τοσίρο Μιφούνε: Ο Τελευταίος Σαμουράι
Ο κορυφαίος Ιάπωνας ηθοποιός, που δικαίως συγκαταλέγεται και στους καλύτερους της παγκόσμιας υποκριτικής, ο Τοσίρο Μιφούνε, γνωστός και ως «λύκος» λόγω των χαρακτηριστικών του, αποτελεί το alter ego του Ακίρα Κουροσάβα, με τον οποίο συνεργάστηκαν σε δεκαέξι ταινίες, πολλές απ' τις οποίες έχουν καταταχθεί ανάμεσα στις σημαντικότερες δημιουργίες όλων των εποχών.

Παρότι παραμένει ένας από τους πλέον αναγνωρίσιμους ηθοποιούς του πλανήτη, για τη ζωή του και την καριέρα του δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, ίσως γιατί έμεινε έξω από κουτσομπολιά ή ροζ ιστορίες που τροφοδοτούν τη φαντασία.
Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του (1η Απριλίου 1920) και είναι μία εξαιρετική ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τον πρωταγωνιστή του Ακίρα Κουροσάβα, αλλά και την ιστορία που εξηγεί γιατί ψυχράθηκαν οι σχέσεις τους και διεκόπη η ανεπανάληπτη συνεργασία τους.
Ένα αστέρι μακριά από το σταρ σίστεμ
Ο Τοσίρο Μιφούνε γεννήθηκε στην κινεζική πόλη Σαντόνγκ και σε ηλικία 26 ετών υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο με την κινηματογραφική εταιρεία «Τόχο». Η ζωή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μουντή, καθώς δεν ήθελε να είναι σταρ, παραμένοντας μακριά από το σταρ σίστεμ και τις εμφανίσεις στο διεθνές τζετ σετ, προτιμώντας να πίνει το ποτό του, το οποίο αγαπούσε ιδιαιτέρως.
Η συνάντηση με τον Κουροσάβα

Έπειτα από την πρώτη του εμφάνιση στο φιλμ «Οι Τρελοί Καιροί» το 1947, θα συναντηθεί με τον Κουροσάβα για το κλασικό «Ρασομόν» (1950), που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και Τιμητικό Όσκαρ, βάζοντας τον ιαπωνικό κινηματογράφο στον παγκόσμιο χάρτη. Ακολούθησε το αριστουργηματικό «Επτά Σαμουράι»,  το ριμέικ από τον Τζον Στάρτζες «Και οι Επτά Ήταν Υπέροχοι», που γνώρισε ανάλογη επιτυχία. Ο θαυμάσιος Γιουλ Μπρίνερ, που κράτησε τον ρόλο του Μιφούνε, ήταν εξαιρετικός, αλλά δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το πρωτότυπο, καθώς ο Ιάπωνας ηθοποιός ήταν ασύγκριτα υποβλητικός. Ίσως γι' αυτό πέρασε στο παγκόσμιο κοινό και ως ο τελευταίος σαμουράι.
Θα παίξει σε τρία φιλμ του Χιρόσι Ιναγκάκι, την «Τριλογία του Σαμουράι» (1954-1956), και το 1957 θα πρωταγωνιστήσει στον «Θρόνο του Αίματος» του Κουροσάβα, την καλύτερη διασκευή του «Μάκμπεθ» μεταφερμένη στον ιαπωνικό μεσαίωνα. Επίσης θα παίξει στο περίφημο «Γιοζίμπο», την ταινία που θα εμπνεύσει τον Σέρτζιο Λεόνε να γυρίσει το κλασικό φιλμ-σπαγγέτι «Για Μια Χούφτα Δολάρια».
Η φήμη του είχε φτάσει στην κορυφή και αυτός είναι ο λόγος που άρχισαν να τον ζητούν να πρωταγωνιστήσει και σε διεθνείς παραγωγές, κάποιες φορές ωστόσο σε αμφίβολης ποιότητας ταινίες, θέλοντας να εκμεταλλευθούν το όνομά του. Παρ΄ όλα αυτά είχε προηγηθεί το σπάσιμο του στενού δεσμού του με τον Κουροσάβα.
Ο καταραμένος «Κοκκινογένης»
Όλα ξεκίνησαν το 1965, με την ταινία «Ο Κοκκινογένης», μια επική ιστορία για την πρώιμη ιαπωνική ιατρική, που είχε προγραμματιστεί για γυρίσματα 50 ημερών, αλλά ολοκληρώθηκε μετά από ένα έτος! Ο Μιφούνε, που είχε δημιουργήσει τη δική του εταιρεία παραγωγής, εγκλωβίστηκε με τα παρατεταμένα γυρίσματα του τελειομανή Κουροσάβα και, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να σπάσει το συμβόλαιό του, έχασε ευκαιρίες και για άλλους ρόλους, αλλά και πολύτιμο χρόνο για να βγάλει από το οικονομικό αδιέξοδο τη δική του εταιρεία. Αυτό δεν το συγχώρεσε ποτέ στον Κουροσάβα, που συμπεριφερόταν ως αυτοκράτορας στους ηθοποιούς του και στα μέλη του συνεργείου του και ήθελε απόλυτη προσήλωση στην ταινία που γύριζε.
Εκτός Ιαπωνίας
Η καριέρα του στη Δύση δεν ήταν ανάλογη με αυτή της Ιαπωνίας. Κάποιοι του χρεώνουν τη μέτρια γνώση των αγγλικών, αλλά το σημαντικότερο ήταν η απόσταση που χώριζε τον τεράστιο Κουροσάβα ή τον Όζου με τους Αμερικανούς σκηνοθέτες με τους οποίους δούλεψε. Ωστόσο υπήρξαν και κάποιες καλές ταινίες όπου έπαιξε, όπως στα «Λιοντάρια του Ειρηνικού» (1969) μαζί με τον Λι Μάρβιν, σε σκηνοθεσία Τζον Μπούρμαν, στη «Μονομαχία στον Κόκκινο Ήλιο» (1971) δίπλα στους Αλέν Ντελόν, Τσαρλς Μπρόνσον και Κλαούντια Καρντινάλε, και στη «Ναυμαχία του Μίντγουεϊ» (1976) έχοντας ως συμπρωταγωνιστές τους γερόλυκους του αμερικανικού σινεμά Χένρι Φόντα, Τσαρλς Ίστον, Γκλεν Φορντ και Τζέιμς Κόμπερν.
 Επίσης τεράστια επιτυχία είχε και στην τηλεοπτική σειρά «Σογκούν, ο Μεγάλος Σαμουράι» (1981), δίπλα στον Ρίτσαρντ Τσάμπερλαϊν, ένα σίριαλ που βασίστηκε στο ομότιτλο μπεστ σέλερ του Τζέιμς Κλάβελ, το στόρι του οποίου τοποθετείται στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα και που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ιαπωνία.
 Ο Τοσίρο Μιφούνε, που πέθανε στις 24 Δεκεμβρίου του 1997, και το τελευταίο διάστημα της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, άφησε πίσω του τρία παιδιά και περισσότερες από 160 ταινίες, πολλές απ' τις οποίες θα κοσμούν για πάντα τη λίστα με τις κορυφαίες δημιουργίες όλων των εποχών, ενώ θα μείνει και ως ο κορυφαίος πρωταγωνιστής του Κουροσάβα.

Αισώπου μύθοι.

Μια φορά κι έναν καιρό ( που οι άνδρες δεν έβαφαν τα μαλλιά τους )….
ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ

                            Ἀνὴρ μεσοπόλιος καὶ ἑταῖραι
Ἀνὴρ μεσοπόλιος δύο ἐρωμένας εἶχεν, ὧν ἡ μὲν νέα ὑπῆρχεν, ἡ δὲ πρεσβῦτις.   Καὶ ἡ μὲν προβεβηκυῖα αἰδουμένη νεωτέρῳ αὐτῆς πλησιάζειν, διετέλει, εἴ ποτε πρὸς αὐτὴν παρεγένετο, τὰς μελαίνας αὐτοῦ τρίχας περιαιρουμένη. Ἡ δὲ νεωτέρα ὑποστελλομένη γέροντα ἐραστὴν ἔχειν τὰς πολιὰς αὐτοῦ ἀπέσπα. Οὕτω τε συνέβη αὐτῷ ὑπὸ ἀμφοτέρων ἐν μέρει τιλλομένῳ φαλακρὸν γενέσθαι.

Ένας άνθρωπος μεσόκοπος είχε δύο ερωμένες, από τις οποίες η μία ήταν  πιο νέα ( από τον ίδιο ) και η άλλη   πιο ηλικιωμένη. Όποτε αυτός πήγαινε με τη μεγαλύτερή του , εκείνη , επειδή ντρεπόταν να πηγαίνει με έναν άνθρωπο νεώτερό της, του μαδούσε τις μαύρες  τρίχες• η πιο νέα πάλι, επειδή  ντρεπόταν να έχει  γέρο εραστή   ,   του μαδούσε τις άσπρες τρίχες. Έτσι, ο άνθρωπος , καθώς τον μαδούσαν  πότε η μία και πότε η άλλη ,  κατάντησε φαλακρός !