Γεννήθηκε στην Πόλη από μεγάλη θεατρική οικογένεια. Πατέρας της ήταν ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Νέζερ και μητέρα της η ηθοποιος και μίμος Κλεοπάτρας Νέζερ η οποία πέθανε όταν η Μαρίκα ήταν μωρό. Η δεύτερη σύζυγος τού πατερας της Ολυμπία Ρουμπέν είχε τέσσερα παιδιά κι έτσι απέκτησε ετεροθαλή αδέρφια.
Αδελφός της ο Χριστόφορος επίσης ηθοποιος ενώ και η αδερφή της Κατίνα έπαιζε ντουέτο μαζί της στα πρώτα της θεατρικά βήματα (ονομάζονταν "Τα Νεζεράκια").
Ο άλλος Χριστόφορος Νέζερ, ο γηραιότερος, ο σπουδαίος αυτός Αριστοφανικός ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου ήταν ξάδελφός της.
Παππούς της ήταν ο πρώτος Βαυαρός φρούραρχος της Ακρόπολης, Χριστόφορος Νέζερ επίσης. Είχε έλθει στην Ελλάδα με την ακολουθία του Όθωνα. Παντρεύτηκε δύο φορές και τις δύο με Ελληνίδες κι εκανε είκοσι έξι παιδιά. Το εικοστό έκτο ήταν ο πατέρας της Μαρίκας.
Από 13 ετών στη θεατρική σκηνή στο Κάιρο ξεχώρισε στο μουσικό επιθεωρησιακό είδος.
Η Μαρίκα πήρε το βάπτισμα του πυρός οδηγώντας στη σκηνή τον Εδμόντο Φύρστ, σαν τυφλό Οιδίποδα στην τραγωδία του Σοφοκλή "Οιδίπους Τύραννος". Στα δεκατέσσερα χρόνια της έκανε τη γριά Γιάννενα στον "Αγαπητικό της Βοσκοπούλας" του Δημήτρη Κορόμηλά στο θέατρο Σαμαρτζή. Την είχε μακιγιάρει ο ηθοποιός Σταύρος Ιατρίδης.
Η ίδια είχε πει για αυτό το μακιγιάζ:
"Μου είχε φτιάξει μια εκπληκτική φάτσα γριάς εβδομηντάρας. Μέχρι ρυτίδες στα χέρια μού είχε βάλει. Όταν με είδε η Κοτοπούλη στην πρόβα, ξέρετε τι μου είπε;
Μωρή, εσύ είσαι καλύτερη από μένα..."
Το 1927 συνεργάστηκε με τον Θίασο του Ι. Παπαϊωάννου και εμφανίστηκε σέ οπερέτες και κατόπιν διέπρεψε στις επιθεωρησιακές παραστάσεις και τα συγκροτήματα της Σοφίας Βέμπο.
Συμμετείχε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες μεταξύ των οποίων και στην αξεπέραστη κωμωδία "Της κακομοίρας" του Ντίνου Κατσουρίδη όπου και σημείωσε ίσως τη μεγαλύτερη κινηματογραφική της επιτυχία. Σημείωσε μεγάλη επιτυχία και στο ρόλο της Μαντάμ Σουσού του Ψαθά, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο.
Ήταν παντρεμένη με τον ηθοποιό Ερρίκο Κονταρίνη. Ήταν συνομήλικοι. Γεννήθηκαν κι οι δυο το 1906. Εκείνη ήταν θεατρίνα από τα γεννοφάσκια της. Εκείνος ξεκίνησε από τη Ρουμανία για να γίνει γιατρός.
Κάποια στιγμή ο Ερρίκος έρχεται στον θίασο των δεσποινίδων Νέζερ.
Από την πρώτη στιγμή του άρεσε η Μαρίκα, και τα αισθήματα είναι αμοιβαία.
Ομως διευθυντής του θιάσου ηταν ο παππούς της με παρούσα και την γιαγιά της. Δυναμική γυναίκα, αυταρχική. Η οποια καταλαβαίνει ότι κάτι συμβαίνει. Καταλαβαίνει ότι υπάρχει κάποιο φλερτ μεταξύ τους και κυριολεκτικά δεν τους αφήνει ούτε δευτερόλεπτο μόνους τους. Ήταν δύσκολες εποχές, δύσκολη η ζωή τους. Ταξιδεύανε συνεχώς στην επαρχία. Πώς να την αφήνανε να μπλέξει με κάποιον που δεν ήταν και πρωταγωνιστής;
Προσπαθούν να απομονώσουν την Μαρίκα και η γιαγιά της μάλιστα καταγγέλλει τον Ερρίκο στις αρχές ως ανυπότακτο, επειδή είχε έρθει από τη Ρουμανία.
Χάνουν την επαφή τους.
Κατά μια περίεργη συγκυρία όμως, που ούτε η Μαρίκα ούτε ο Ερρίκος μπόρεσαν ποτέ να εξηγήσουν, τον ξαναπήραν στον θίασο κι εκαναν περιοδεία στην Πελοπόννησο.
Εκεί κατάφεραν να συναντηθούν ο Ερρίκος και η Μαρίκα. Όταν επιστρέφουν στην Αθήνα, ο Ερρίκος τής στέλνει ένα σημείωμα και της ζητά να το σκάσει από το σπίτι και να μείνουνε μαζί. Η Μαρίκα φεύγει μέσα στη νύχτα με ένα απλό φουστανάκι.
Είναι κυριολεκτικά απένταροι και οι δύο, έτσι όπως ξεσηκωθήκανε. Δεν έχουν πού να μείνουν. Απευθύνονται σε μια θεία του Ερρίκου στον Πειραιά, αλλά κι αυτή δεν τους δέχεται. Φοβήθηκε, γιατί εκείνη την εποχή βάσει του νόμου, μπορεί να τους τρέχανε στα δικαστήρια.
Το μαθαίνει ο Μακέδος, ο δυναμικός θεατρικός επιχειρηματίας του θεάτρου Μοντιάλ τους φιλοξενεί και τους παντρεύει.
Έκαναν έναν απλό γάμο. Παρόντες ήταν ο Μακέδος και η σύζυγός του πρώην ηθοποιός.
Την άλλη μέρα, είχε βουίξει η Αθήνα με την απαγωγή.
Υπάρχουν βέβαια και πληροφορίες που μιλούν για στημένη απαγωγή ως διαφημιστικό κολπάκι. Όπως κι αν ειναι παντρεύτηκαν το 1930 και έζησαν αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο μέχρι το τέλος. Εκείνος έφυγε νωρίς, το 1975 και η Νεζερ έζησε για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια με την ανάμνησή του.
Η Νέζερ δεν ησύχαζε ποτέ. Όταν πρωτοϊδρύθηκε η Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, πήγε κι έκανε μαθήματα με δάσκαλο τον Φώτο Πολίτη. Χρόνια αργότερα, πρωταγωνίστρια πια, πάει να μαθητεύσει πλάι στον Ροντήρη.
"Διδάχθηκα από αυτόν πολλά κι ας ήμουνα φτασμένη" έλεγε.
"Διδάχθηκα τις αναπνοές, τις παύσεις, πολλά.
Τον ευχαριστώ.
Το ’χα ανάγκη να διδάσκομαι. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω κάθε μέρα.
Ήθελα να μαθαίνω.
Εκείνο που μου άρεσε πιο πολύ ήταν οι πρόβες.
Ήθελα να βρίσκομαι μπροστά στις πρόβες των μεγάλων ηθοποιών, γιατί έβλεπα και τη διδασκαλία που έκανε ο σκηνοθέτης.
Η πρόβα είναι το παν.
Υπέφερα πολύ στο θέατρο, γιατί όπως μ’ έλεγε και ο Στολίγκας ήμουνα το άγχος. Μόλις μού δίνανε το νούμερο, εγώ αρρώσταινα.
Και τι θα είναι;;;
Θα αρέσουν τα λόγια;;
Κι αν η ενδιάμεση πρόζα του σόλου δε βγάζει γέλιο;;
Ειλικρινά αρρώσταινα.
Και τι θα φορέσω;;;
Το φουστάνι με απασχολούσε περισσότερο από όλα.
Μόλις μου δίνανε το νούμερο, εγώ αρρώσταινα.
Μου λέγανε πχ
Θα κάνεις την Αφρική.
Κι εγώ έτρεχα στούς ράφτες μου τον Σκαλιντό ή τον Αντουάν:
Ράψε μου ένα φουστάνι για την Αφρική.
Μερικές φορές οι συγγραφείς αλλάζανε ιδέα για το νούμερό μου.
Ε, εκείνο το φουστάνι πήγαινε χαμένο.
Έραβα... Έραβα... Όλα μου τα λεφτά τα ξόδευα στο ντύσιμο, στο λούσο. Το ’παιρνα πολύ σοβαρά το θέατρο.
Όλο αχ και βαχ ήμουνα.
Κι όλο αχ τι θα κάνω...
Ήμουνα και προληπτική, πολύ προληπτική.
Ας πούμε έβλεπα μια μαύρη γάτα: Δε θα πάει καλά το νούμερό μου, έλεγα. Και τους έβαζα να μου αλλάξουν το ρεφρέν..."
Ηταν λίγο προτού πεθάνει. Όταν..άρρωστη και μη μπορώντας να παίξει (Σάββατο του Λαζάρου και ξημέρωνε Κυριακή των Βάΐων) ειπε: "Αύριο σταματάνε όλα τα θέατρα" και τα μάτια της δάκρυσαν...
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν κατάκοιτη, μαζί με την επίσης κατάκοιτη αδερφή του άντρα της. Απεβίωσε το 1989 και κηδεύτηκε με παρουσία λίγων μόνο καλλιτεχνών, στο Κοιμητήριο του Βύρωνα.
Στην κηδεία της είπε ο Μίμης Τραίφόρος: "Σήμερα πέθανε η αγιοσύνη του θεάτρου."
Κι αντί προσευχής ακούστηκαν κάποια δικά της λόγια:
"Αχ, το θέατρο είναι έρωτας. Ο πιο μεγάλος... Ο πιο τρελός... Ακόμα και οι άνθρωποι που αγαπούσα ήταν σε δεύτερη μοίρα.
Όσες φορές και να γεννιόμουνα πάλι θεατρίνα θα γινόμουνα.
Το θέατρο είναι άλλο πράγμα. Τους το λέω και δεν το πιστεύουν. Τόσο πολύ τ’ αγάπησες μου; λένε...
Που σε πίκρανε... που... που...
Κι εγώ τους λέω τ’ αγαπάω..τ’ αγαπάω.
Έζησα μέσα του αγωνίες και χαρές εξήντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Όλα ξεχνιούνται με το χειροκρότημα...
Αχ, τα χειροκροτήματα..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου