Όταν ο Πλάτωνας όρισε τον άνθρωπο ως ένα «ζώον με δύο πόδια και χωρίς φτερά», ο Διογένης μάδησε ένα κόκορα και του τον παρουσίασε, λέγοντας: «Ορίστε! Σου έφερα έναν άνθρωπο». Τότε ο Πλάτωνας αναγκαστηκε να προσθεσει στον ορισμό του ανθρώπου άλλη μία ιδιότητα: «με πλατιά νύχια».
Ο Διογένης γεννήθηκε το 412 π.Χ. στην ιωνική πόλη Σινώπη του Πόντου (Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Σωκράτης πέθανε την ημέρα της γέννησης του Διογένη)
Oταν εξορίστηκε από την πατρίδα του για παραχάραξη νομισμάτων, ήλθε στην Αθήνα (την Ν.Υόρκη εκείνης της εποχής), σχετίστηκε με τον κυνικό Αντισθένη και ακολούθησε την κυνική φιλοσοφία αδιαφορώντας για την μεγάλη του περιουσίa.
Ο Αντισθένης έδιωχνε συνέχεια τον Διογένη από κοντά του, μέχρι που κάποια στιγμή τον χτύπησε και με ένα ραβδί.
Τότε ο Διογένης του απάντησε: «Χτύπα, γιατί δε θα βρεις ξύλο τόσο σκληρό, ώστε να με κρατήσει μακριά σου, όσο πιστεύω ότι έχεις κάτι να πεις»
Δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να υποστηρίζει ότι ο Αντισθένης ήταν ο πραγματικός διάδοχος του Σωκράτη κι όχι ο Πλάτωνας, τον οποίο κορόιδευε συχνά.
Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν πως οι Σινωπείς τον είχαν εξορίσει, αυτός με αστεϊσμό απαντούσε: «Ναι αλλα και εγω τους καταδίκασα να μείνουν εκεί».
Η παράδοση λέει ότι ο Διογένης είχε μόνιμη κατοικία του ένα πυθάρι , Αυνανιζόταν δημόσια, ουρούσε και αφόδευε σε περίτεχνες κολόνες και φρόντιζε να ισοπεδώνει τους καθωσπρεπισμούς όποτε του δινόταν η ευκαιρία.
Συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανάρι. Όταν τον ρωτούσαν «γιατί κρατάς φανό, ημέρα; » αυτός απαντούσε «Άνθρωπον ζητώ» (ψάχνω ένα τίμιο άνθρωπο.. )
Mε αφορμη αυτο σχεδον δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα ο Φρήντριχ Νίτσε θα γραψει το περίφημο, Ο Θεός είναι Νεκρός, στο Τάδε έφη Ζαρατούστρας «Δεν έχετε ακούσει για ‘κείνον τον τρελό, που άναψε ένα φανάρι στις λαμπρές ώρες του πρωινού, έτρεξε στην αγορά φωνάζοντας "Αναζητώ το Θεό!"…
Αρνητής του πολιτισμού και των Νόμων, πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα.
Είναι ενδεικτικό πως όταν μια μέρα είδε ένα μικρό παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα, πήρε στα χέρια του το κύπελλο, με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε μακριά με δύναμη, αναφωνώντας «παιδίον μὲ νενίκηκεν εὐτελεία!» (ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα).
Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική
Προσπάθησε με τα επιχειρήματά του να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία, πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή, την αυτάρκεια, τη λιτότητα, και την αυτογνωσία.
Ο τρόπος σκέψης του και ο τρόπος ζωής του τον έκαναν να ξεχωρίζει. Οι ατάκες του και οι φαρμακερές απαντήσεις του σε όσους προσπαθούσαν να τον μειώσουν ή να τον εκθέσουν έχουν δημιουργήσει ολόκληρη σχολή
Όταν τον ρώτησαν τι θέλει να κάνουν το σώμα του αφού πεθάνει, απάντησε ότι ήθελε να τον αφήσουν να τον φάνε τα άγρια θηρία. Έκπληκτοι, οι παρευρισκόμενοι αναρωτήθηκαν αν τον ένοιαζε που θα είχε ένα τόσο άδοξο τέλος....
«Καθόλου», τους απάντησε, «Αρκεί να έχω ένα ξύλο για να διώχνω τα θηρία»....
«Πώς θα τα διώχνεις, αφού θα είσαι νεκρός;» ρώτησαν εκείνοι....
«Αν είμαι νεκρός, γιατί να με νοιάζει τι θα συμβεί στο σώμα μου;» ήταν η αποστομωτική απάντηση του φιλοσόφου....
O Μέγας Αλέξανδρος και ο Ο Διογένης πέθαναν την ίδια μέρα το 323 π.Χ. Ο Αλέξανδρος ήταν 33 ετών, ενώ ο Διογένης 90....
(Το όνομα των «κυνικών» φιλοσόφων προέρχεται από τη λέξη «κύων», δηλαδή σκύλος. Συνήθιζαν, μάλιστα, να λένε ότι «διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους, διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε.)
Ο Διογένης γεννήθηκε το 412 π.Χ. στην ιωνική πόλη Σινώπη του Πόντου (Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Σωκράτης πέθανε την ημέρα της γέννησης του Διογένη)
Oταν εξορίστηκε από την πατρίδα του για παραχάραξη νομισμάτων, ήλθε στην Αθήνα (την Ν.Υόρκη εκείνης της εποχής), σχετίστηκε με τον κυνικό Αντισθένη και ακολούθησε την κυνική φιλοσοφία αδιαφορώντας για την μεγάλη του περιουσίa.
Ο Αντισθένης έδιωχνε συνέχεια τον Διογένη από κοντά του, μέχρι που κάποια στιγμή τον χτύπησε και με ένα ραβδί.
Τότε ο Διογένης του απάντησε: «Χτύπα, γιατί δε θα βρεις ξύλο τόσο σκληρό, ώστε να με κρατήσει μακριά σου, όσο πιστεύω ότι έχεις κάτι να πεις»
Δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να υποστηρίζει ότι ο Αντισθένης ήταν ο πραγματικός διάδοχος του Σωκράτη κι όχι ο Πλάτωνας, τον οποίο κορόιδευε συχνά.
Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν πως οι Σινωπείς τον είχαν εξορίσει, αυτός με αστεϊσμό απαντούσε: «Ναι αλλα και εγω τους καταδίκασα να μείνουν εκεί».
Η παράδοση λέει ότι ο Διογένης είχε μόνιμη κατοικία του ένα πυθάρι , Αυνανιζόταν δημόσια, ουρούσε και αφόδευε σε περίτεχνες κολόνες και φρόντιζε να ισοπεδώνει τους καθωσπρεπισμούς όποτε του δινόταν η ευκαιρία.
Συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανάρι. Όταν τον ρωτούσαν «γιατί κρατάς φανό, ημέρα; » αυτός απαντούσε «Άνθρωπον ζητώ» (ψάχνω ένα τίμιο άνθρωπο.. )
Mε αφορμη αυτο σχεδον δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα ο Φρήντριχ Νίτσε θα γραψει το περίφημο, Ο Θεός είναι Νεκρός, στο Τάδε έφη Ζαρατούστρας «Δεν έχετε ακούσει για ‘κείνον τον τρελό, που άναψε ένα φανάρι στις λαμπρές ώρες του πρωινού, έτρεξε στην αγορά φωνάζοντας "Αναζητώ το Θεό!"…
Αρνητής του πολιτισμού και των Νόμων, πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα.
Είναι ενδεικτικό πως όταν μια μέρα είδε ένα μικρό παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα, πήρε στα χέρια του το κύπελλο, με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε μακριά με δύναμη, αναφωνώντας «παιδίον μὲ νενίκηκεν εὐτελεία!» (ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα).
Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική
Προσπάθησε με τα επιχειρήματά του να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία, πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή, την αυτάρκεια, τη λιτότητα, και την αυτογνωσία.
Ο τρόπος σκέψης του και ο τρόπος ζωής του τον έκαναν να ξεχωρίζει. Οι ατάκες του και οι φαρμακερές απαντήσεις του σε όσους προσπαθούσαν να τον μειώσουν ή να τον εκθέσουν έχουν δημιουργήσει ολόκληρη σχολή
Όταν τον ρώτησαν τι θέλει να κάνουν το σώμα του αφού πεθάνει, απάντησε ότι ήθελε να τον αφήσουν να τον φάνε τα άγρια θηρία. Έκπληκτοι, οι παρευρισκόμενοι αναρωτήθηκαν αν τον ένοιαζε που θα είχε ένα τόσο άδοξο τέλος....
«Καθόλου», τους απάντησε, «Αρκεί να έχω ένα ξύλο για να διώχνω τα θηρία»....
«Πώς θα τα διώχνεις, αφού θα είσαι νεκρός;» ρώτησαν εκείνοι....
«Αν είμαι νεκρός, γιατί να με νοιάζει τι θα συμβεί στο σώμα μου;» ήταν η αποστομωτική απάντηση του φιλοσόφου....
O Μέγας Αλέξανδρος και ο Ο Διογένης πέθαναν την ίδια μέρα το 323 π.Χ. Ο Αλέξανδρος ήταν 33 ετών, ενώ ο Διογένης 90....
(Το όνομα των «κυνικών» φιλοσόφων προέρχεται από τη λέξη «κύων», δηλαδή σκύλος. Συνήθιζαν, μάλιστα, να λένε ότι «διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους, διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου