Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1/2/1940)




ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 

1- ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΩΤΙΕΣ

 Βραδιάζει. Τι λαμπρή φωτιά είναι αυτή που φά- νηκε στο βουνό! Πρώτος ο Φάνης την είδε. Πρώτος αυτός βλέπει τις ομορφιές της γης και τ’ ουρανού και τις δείχνει στ’ άλλα παιδιά: τον ήλιο που βασιλεύει, τα σύννεφα που τρέχουν στον ουρανό, το άστρο που καθρεφτίζεται στο ρυάκι. «Κοιτάτε», είπε, «μια φωτιά εκεί απάνω!» κι έδειξε τη φωτιά στα δυο παιδιά που ήταν μαζί του, στο Μα- θιό και στον Κωστάκη. Κάθονταν κι οι τρεις αυτή την ώρα στο πεζούλι της εκκλησίας. Ήταν κουρασμένοι από το πολύ παι- χνίδι. Είχαν διακοπές. «Ναι, αλήθεια, μια φωτιά!» είπαν οι άλλοι δυο. «Πώς λάμπει!» είπε ο Φάνης. «Σαν το χρυσάφι». Τα παιδιά την κοίταζαν και ρωτούσαν το ένα το άλλο: ποιος τάχα την άναψε; Μήπως οι τσοπάνηδες που βόσκουν τα κοπάδια; Μήπως οι λοτόμοι που κό- βουν τα δέντρα με τα τσεκούρια; Ή μήπως κανένας που πήγε να προσκυνήσει στον Αϊ-Λια; Κάπου εκεί κοντά είναι αυτό το μοναστήρι. «Μπορεί να μην την άναψαν άνθρωποι», είπε ο Κωστάκης. «Τότε ποιος;» «Μπορεί να την άναψε ο Αράπης». «Και τι είναι αυτός ο Αράπης;» ρώτησαν οι άλλοι δυο. «Είναι ένας μεγάλος αράπης που έχει τη σπηλιά του εκεί απάνω σ’ ένα βράχο. Στη μέση στο βουνό λένε πως είναι αυτός ο βράχος». «Σώπα, καημένε Κωστάκη», λέει ο Μαθιός. «Το πιστεύεις εσύ; Εγώ δεν το πιστεύω. Ποιος το είδε;» «Το έλεγε η γιαγιά μου». «Και πού τον ξέρει αυτή;» «Είναι πολύ γριά η γιαγιά μου». Όσο νύχτωνε, τόσο έλαμπε αυτή η φωτιά· κι όσο έλαμπε, τόσο ο Κωστάκης πίστευε τη γιαγιά του. Ο Μαθιός δεν πίστευε τίποτα. Ήταν βέβαιος πως τη φωτιά την είχε ανάψει ο τσοπάνης. Ο Φάνης δε μιλούσε.  «Φάνη! Φάνη! Τρεις φωτιές, τρεις φωτιές!» Έτσι ακούστηκαν να φωνάζουν δυο παιδιά που έτρε- χαν κατά το μέρος εκείνο για να βρούνε το Φάνη. Ο Φάνης τις είχε ιδεί εκείνη τη στιγμή. Στη μια φωτιά κοντά είχαν ανάψει κι άλλες δυο. Τρεις χρυσές φωτιές έλαμπαν αραδιασμένες στο βουνό, που δε φαί- νεται πια παρά σα θεόρατος γαλανός ίσκιος απάνω στον ουρανό. Ο Φάνης τις κοίταζε με θαυμασμό. «Ποιος τις άναψε;» ρωτά και πάλι ο Μαθιός. «Τι λες εσύ, Φάνη;» Ο Φάνης απάντησε: «Να ήμαστε εκεί απάνω!»
2- ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ 

Στον κυρ στέφανο το χρωστούν πως ξεκίνησαν. Αυτός ο καλός άνθρωπος, όταν γύρισε από το δά- σος, έδωσε το λόγο του στους γονείς τους πως θα πάει μαζί με τα παιδιά. Είπε πως θα τα προσέχει εκεί που βρίσκονται, πως θα τους κάνει όσες ευκολίες μπορεί, και θα τους φέρνει νέα τους συχνά που θα κατεβαίνει στην πόλη. Μόνο έτσι κατόρθωσαν να πάρουν την άδεια. Πέ- ρασαν δυο-τρεις μέρες ώσπου να ετοιμαστούν, και τέλος ένα πρωί το μεγάλο και ζωηρό καραβάνι ξεκί- νησε. Πάνε στα ψηλά βουνά. Είναι είκοσι πέντε παιδιά. Τα δεκαπέντε πήγαιναν πεζή. Τα δέκα καβάλα στα φορτωμένα μουλάρια που τα οδηγούν τρεις αγωγιά- τες. Ακολουθούσε ο κυρ Στέφανος, καβάλα στην κόκ- κινη φοράδα του. Και τα είκοσι πέντε παιδιά έγιναν αγνώριστα. Κρατούν από ένα ραβδί. Σακούλια και παγούρια τούς κρέμονται στην πλάτη. Φορούν μεγάλες ψάθες και χοντρά παπούτσια. Είναι ντυμένα για να ζήσουν σε βουνό. Το ίδιο ρούχο θα φορεθεί βράδυ και πρωί, θα παλέψει με αγκάθια και με πέτρες, θα σκίζεται και θα μπαλώνεται. Τί- ποτα καινούργιο δε φορούν. Τι απλά παιδιά που έγιναν! Με τα βαριά σακούλια τους μοιάζουν τους μαστό- ρους και τους πραματευτάδες που έρχονται κάτω στην πόλη. Όλους τους θυμούνται αυτή τη στιγμή, όλους τους παρασταίνουν έναν-ένα όπως είναι, όπως περπατούν, όπως φωνάζουν. Ο Δημητράκης κάνει το γανωματή και φωνάζει: «Χαλκώματα να γανώωω...» Ο Κωστάκης τον μπαλωματή: «Παπούτσια να μπαλώωω...» ΟΓιώργος πάλι παρασταίνει τον τροχιστή: «Μα- χαίρια, ψαλίδια, σουγιάδες, γι’ ακόοο... νισμα». Ο Φάνης θυμήθηκε έναν πραματευτή που τον εί- χαν ξεχάσει. Πουλεί τα βοτάνια, τη ρίγανη και τα χορταρικά· τον λένε Κορφολόγο και φωνάζει: «Κάπ- παρη, καλή κάπ...!» Μέσα σ’ αυτά τα γέλια ο Καλογιάννης θυμήθηκε το «Τσιριτρό» κι άρχισε να το τραγουδεί. Όλη η συ- νοδεία πήρε το γελαστό τραγούδι και το έλεγε χτυ- πώντας τα ραβδιά στη γη: Σε μια ρόγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες και τρωγόπιναν οι φίλοι... τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό. Εχτυπούσανε τις μύτες και κουνούσαν τις ουρές, κι είχαν γέλια και χαρές, τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό. Πώπω πώπω σε μια ρόγα φαγοπότι και φωνή! την αφήκαν αδειανή... τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό. Και μεθύσαν κι όλη μέρα πάνε δώθε, πάνε πέρα τραγουδώντας στον αέρα τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό. Μονάχα ο Φουντούλης δε μιλεί· έμεινε τελευταίος. Είναι παχύς και στρογγυλός ο καημένος ο μικρός Φου- ντούλης! Το μουλάρι του είναι πολύ οκνό· δεν ακούει από φωνή κι από χτύπημα. Γιατί τον εφόρτωσαν σ’ αυτό το ζώο; Για να μην κυλήσει; Ο Φουντούλης αγωνίζεται να το φέρει μπροστά, μα κείνο μένει τελευταίο. Στο τέλος ο Φουντούλης αρχίζει να φοβάται πως το ζώο του δεν είναι μουλάρι. Το κοιτάζει καλά στ’ αυτιά. «Μήπως κατά λάθος», συλλογίζεται, «μου έδωσαν κανένα γάιδαρο;» Μα κι οι άλλοι δεν τον αφήνουν ήσυχο και στο τέ- λος θα τον κάμουν να το πιστέψει. «Το άτι σου, Φουντούλη, έχει μεγάλα αυτιά!» «Περίμενε, Φουντούλη, και θ’ ακούσεις και τη φωνή του!» Μα ο Φουντούλης, που δε θυμώνει ποτέ, βάζει τα γέλια μαζί με τους άλλους. Το καραβάνι ανέβαινε τα Τρίκορφα, ξυπνώντας τις λαγκαδιές με τα γέλια του, τις φωνές του και με την περπατησιά του στους πετρωτούς δρόμους.

3- ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΤΟ ΒΟΥΝΟ 

Σανέφτασανσε μια ράχη, τους καλωσόρισε ο κρύος αέρας. Αυτός ο αέρας είχε περάσει από κάθε κορφή και κάθε λαγκαδιά. Τον πήραν με βαθιά αναπνοή. Πουλάκια με άσπρη τραχηλιά κουνούσαν την ουρά τους στους θάμνους κι ύστερα έφευγαν με γοργό λα- ρυγγισμό. Ένα κατσίκι κατάμαυρο έστεκε στην κόψη του βράχου. Οι βράχοι σχημάτιζαν σα θεόρατα σπίτια, που δεν ξέρεις ποιος τα κατοικεί. Οι γκρεμοί ήταν φυ- τεμένοι με πουρνάρια και κουμαριές. Αλλού κατέ- βαιναν γυμνοί και απότομοι, σα να τους είχες κόψει με σπαθί. Ο βράχος απάνω στο βράχο, ο λόφος απάνω στο λόφο σχημάτιζαν το βουνό. Πελώρια ήταν όλα. 
 Και σ’ αυτό το ύψος ανέβαινε με στροφές, όλο ανέ- βαινε ο δρόμος. Ευτυχισμένοι σε τούτο το θέαμα οι μικροί ταξι- διώτες, κοίταξαν προς τις κορφές. Ένας τους φώναξε: «Γεια σας, ψηλά βουνά!»

4-ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΦΩΤΗ

«Ε μπαρμπα-φώτη!» ρώτησε ο κυρ Στέφανος, «δε θα μας πεις κανένα τραγούδι;» Ο μπαρμπα-Φώτης χαμογέλασε. «Κανένα που να λέει έτσι για ψηλά βουνά», ξανα- είπε ο κυρ Στέφανος. «Σαν ποιο να πω;» ρώτησε ο αγωγιάτης. Πέρασε λίγη ώρα και δεν άρχιζε το τραγούδι ακόμη. Συλλογιζόταν: «Να πω την αλαφίνα, να πω τον Κατσαντώνη, να πω τη βλαχοπούλα, τι να πω;» Τέλος αποφάσισε. «Εγώ γέρασα τώρα», λέει, «μα για το χατίρι του κυρ Στέφανου θα το πω». Κι αφού σήκωσε την τσίτσα και τράβηξε δυο ρου- φηξιές, άρχισε: Καλότυχα είναι τα βουνά, ποτέ τους δε γερνάνε! το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνι... και καρτερούν την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι, να μπουμπουκιάσουν τα κλαριά, ν’ ανοίξουνε τα δέντρα, να βγουν οι στάνες στα βουνά, να βγουν οι βλαχο­ πούλες, να βγουν και τα βλαχόπουλα, λαλώντας τις φλο­ γέρες. Δε γερνά το τραγούδι! Ο μπαρμπα-Φώτης γέρασε, μα η φωνή του έμεινε λυγερή όπως στα νιάτα του. Πηγή 


ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1940)


Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από το Καρπενήσι. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην Ακρόπολη του Βλ. Γαβριηλίδη. Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Πολεμικά τραγούδια, συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η Εφημερίδα των συζητήσεων, ο Χρόνος και η Σκριπ, στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας Η Εθνική Γλώσσα, με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη Προς το ελληνικό Έθνος, εκθέτοντας τους στόχους της. Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας Εμπρός του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα Εμπρός ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Από τη θέση του Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Α.Ρέγκο στον αφορισμό του 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του του στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε. Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο έγραψε (σε συνεργασία με τους Δ.Ανδρεάδη, Αλ.Δελμούζο, Π.Νιρβάνα και Μ.Τριανταφυλλίδη και εικονογράφηση του Π. Ρούμπου) τα Ψηλά Βουνά, έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου). Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζης, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος). Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εννιά χρόνων ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα εικοσιδύο του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή Τα χελιδόνια, αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο Παιδικά τραγούδια. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα Ψηλά Βουνά. Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του Πεζοί ρυθμοί και τους τρεις τόμους των Νεοελληνικών αναγνωσμάτων για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος στα πλαίσια των καθηκόντων του ως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του Διηγήματα, ενώ από το 1929 και ως το 1937 εκδόθηκαν το θεατρικό έργο Ο όρκος του πεθαμένου, διασκευή από το δημοτικό τραγούδι Του νεκρού αδελφού, η ποιητική συλλογή Τα Θεία Δώρα, το ιστορικό δοκίμιο Ο Όθων οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις Άγιον Όρος και δυο συλλογές διηγημάτων με τίτλους Βυζαντινός όρθρος και Η θυσία. Το 1938 αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της λογοτεχνίας, θέση από την οποία υπέβαλε την πρώτη του εισηγητική έκθεση στη δημοτική, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου πέθανε την πρώτη μέρα του Φεβρουάρίου του 1940 από καρδιακή συγκοπή. Πολλά ανέκδοτα κείμενά του εκδόθηκαν μετά το θάνατό 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου